Τον κακό μας τον καιρό

Μια ζωγραφιά, “Από την καλή ή από την ανάποδη”, εξαρτάται από την πλευρά που την κοιτάς…
Ο καιρός, είναι κακός με τους φτωχούς.
 Τον χειμώνα τους κάνει να υποφέρουν με κρύο. Τους κάνει να σκέφτονται τζάκια, σόμπες, καλοριφέρ, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ζεστά ρούχα. Όλα αυτά που δεν έχουν ή δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν.
Μισούν τους ανθρώπους που ζεσταίνονται.
Το καλοκαίρι τους κάνει να υποφέρουν με την ζέστη. Τους κάνει να σκέφτονται διακοπές, παραλίες, δροσερές παχιές σκιές σε όμορφα δάση, καθαρό αεράκι δροσερό, έστω ένα κλιματιστικό. Όλα αυτά που δεν θα κάνουν, όλα τα μέρη στα οποία δεν θα βρεθούν.
Μισούν τους ανθρώπους που δροσίζονται και ταξιδεύουν.
Σε κάθε περίπτωση, οι καλοσυνάτοι φτωχοί, καλοσυνάτοι ακριβώς επειδή είναι φτωχοί, μισούν κρυφά όλους και τα πάντα.
Όταν τον χειμώνα, μερικές φορές ανεβαίνει η θερμοκρασία για λίγες μέρες, έτσι ξεκάρφωτα, οι έχοντες ζέστη, έχουν προβλήματα πολυτελείας αισθητικού και ψυχολογικού περιεχομένου, όπως: “μου έλειψε να βάλω ένα ζιβάγκο”, πότε θα βάλω το καινούριο μου παλτό”, “πεθύμησα μια βροχή”, “αχ τι ωραία να χιονίσει” κλπ
Την ίδια στιγμή, οι ξεπαγιασμένοι σκέφτονται, πόσο τυχεροί είναι, σταματούν να τουρτουρίζουν και να φορούν απανωτά όλα τους τα ρούχα και θέλουν να κρατήσει λίγο ή ακόμη καλύτερα πολύ ακόμη, η ανωμαλία της φύσης του τύπου “ζέστη τον χειμώνα”.
Όταν το καλοκαίρι, μερικές μέρες πέφτει η θερμοκρασία και φυσάει, δροσίζει ή βρέχει, οι δροσισμένοι εκδρομείς, έχουν πάλι προβλήματα πολυτελείας αισθητικού και ψυχολογικού περιεχομένου, όπως: “πάλι χάσαμε το μπάνιο σήμερα”, είναι δυνατόν τα σαββατοκύριακα να βρέχει;”, “δεν μπορέσαμε να φάμε έξω καλοκαιριάτικα”, “πότε θα βάλω το καινούριο μου μαγιό” κλπ
Την ίδια στιγμή οι σκασμένοι, δουλεύουν με λιγότερο ιδρώτα και δύσπνοια, κοιμούνται και ξεκουράζονται τις νύχτες, αναπνέουν και παύουν να προσποιούνται πως ψωνίζουν σε μαγαζιά με κλιματισμό, ανακτώντας στιγμιαία την ξεχασμένη τους αξιοπρέπεια.
Με λίγα λόγια, όταν κάποιος απολαμβάνει ένα υπέροχο θεαματικό, σχεδόν κινηματογραφικό μπουρίνι από το μπαλκόνι του, κάποιος άλλος, φτύνει το γάλα της μάνας του, βγάζοντας νερά με κουβάδες από το υπόγειό του, καθώς το κλάμα του παιδιού του, τρυπάει το μυαλό του και σκεπάζει τον ήχο, ακόμη και της αστραποβροντής που σκάει πλάι του…