“Αλτσχάιμερ”, μονόπρακτο


Η σκηνή διαδραματίζεται στην είσοδο ενός  διαμερίσματος σε πολυκατοικία, στη εξώπορτα.



Έξω από την πόρτα: Η μάνα
Μέσα από την πόρτα ο γιος.

Το κουδούνι χτυπά. Η πόρτα ανοίγει και η τεράστια ταραχή διαδέχεται την τεράστια έκπληξη. (Η μάνα έχει να βγει 19 χρόνια από το διαμέρισμά της).

–      Κάτι μου χρωστάς. (Με αυστηρή απέραντη τρυφερότητα)
– (…) (Άφωνος, αποσβολωμένος, ανίκανος να κινηθεί).

–         Μη χειρότερα. Κλείσε καλέ την πόρτα. Τι στέκεσαι εκεί σαν χάνος;
–         Μα καλά, (σχεδόν τρομαγμένος)  βγήκες απ΄το σπίτι; Άφησες μόνο του το  σπίτι;
–         Είμαι σίγουρη πως κάποιος πήρε τα χταπόδια από το πρώτο συρτάρι του καταψύκτη και τα έβαλε στο δεύτερο. Και χτες τα φλιτζανάκια του καφέ. Τα είχα στο ντουλάπι πάνω απ΄το νεροχύτη και ξέρεις που τα βρήκα;
–         Πού … πάλι;
–         Δυο ράφια πιο κει σχεδόν πάνω απ΄το πλυντήριο πιάτων.
–         Α ρε μάνα…  (βαριέται που ακούει πάλι τα ίδια)
–         Και τα λουλούδια μου.  Τι τους έφταιξα; Ήθελα να ήξερα τι τους έφταιξα. Μόλις και δέσανε καρπό οι λεμονιές μου, να κάτι ωραία λεμονάκια, έβγαινα κάθε λίγο στο μπαλκόνι να τα καμαρώσω. Ήρθανε το βράδυ με σκάλα. Ένα για δείγμα δεν άφησαν. Τι τους έκανα;
–         Φυσούσε βαρδάρης χτες ρε μάνα. Καλά πως βγήκες απ΄το σπίτι; Θα τα ΄ριξε ο αέρας.
–         Και το κονιάκ το καλό; Που το είχα στο σκρίνιο, στο ντουλάπι κάτω απ΄τα κρύσταλλα; Ο αέρας το πήρε κι αυτό; Ο αέρας το πήγε στο ντουλάπι του μπάνιου; Κοτζάμ κονιάκ να στέκει πλάι στις χλωρίνες; Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα…
–         Είπαμε ρε μάνα γέρασες. Κάθε τρεις και λίγο τα ντουλάπια καθαρίζεις. Τα πας από δω τα πας από κει, μπερδεύεσαι.
–         Και το χειρότερο να μη με πιστεύει κανείς. Για τους άλλους δεν με νοιάζει. Εσύ όμως;
–         Σου΄στειλα γυναίκα, δεν σου ΄στειλα;
–         Αυτές έκλεψαν πιο πολλά κι απ΄τους άλλους.
–         Συναγερμό δεν σου ΄βαλα; Σε σεκιούριτι δεν σ ΄έχω γραμμένη;
–         Γραμμένη μ΄έχεις, χωρίς να με πιστεύεις. Για να μου κλείσεις το στόμα. Να μη μιλάμε για τίποτα πια. Τίποτα δεν κάνανε όλοι αυτοί. Πάλι μπαίνουν στο σπίτι. Παλιά έμπαιναν όταν έλειπα. Έχει καιρό που μπαίνουν κι όταν είμαι μέσα. Έτσι το κάνουν για να με τρελάνουν. Κι εσύ να μην πιστεύεις. Τι τους έκανα;
–         Σε πιστεύω ρε μάνα…
–         Κοροϊδεύεις.
–         Πως βγήκες έξω δεν κατάλαβα. Τις σκάλες πως τις κατέβηκες;
–         Σ΄αγαπάω, έτσι τις κατέβηκα. Εσύ πως και δεν τις ανεβαίνεις;
–         Εγώ περνάω μόνο με το αμάξι. Να πάρω τα τάπερ, τις κατσαρόλες, τα ταψιά. Στέλνω την Κλειούλα να τα κατεβάσει. Τα γεμιστά, το παστίτσιο, το κοτόπουλο με τις πατάτες , τις πίτες, τις μαρμελάδες…
–         Δεν ανεβαίνεις τις σκάλες.
–         Δεν τις ανεβαίνω.
–         Φεύγω.
–         Πως φεύγεις;
–         Όπως ήρθα. 
–         Να μου στείλεις τα τάπερ.

(Η πόρτα κλείνει. Ο γιος πηγαίνει στο μπαράκι του σαλονιού να βάλει ένα ουίσκι. Γυρίζοντας το κεφάλι του βλέπει το μπουκάλι στον πάγκο της κουζίνας).

–          Μα ποιός έβαλε το ουίσκι στην κουζίνα;

Λέξεις: στεφ 
Ιούνης 2011