05 Ιούν Τα Παρίσια
Ο Πύργος του Άιφελ, ζωγραφισμένος από τον Άγγελο Βελδεμίρη, την σχολικής ώρα του μαθήματος της “Γλώσσας” |
Ανηφορίζω το δρόμο που οδηγεί στο μνημείο των Δικών μου. Μόλις γύρισα πλάτη στη θάλασσα της πόλης. Σήμερα στην κλασσική της απόχρωση, το απόλυτο γκρι. Δεν υπάρχει στο μυαλό μου ούτε ως μνήμη, πως κάποτε λυπόμουν που δεν ένιωθα την ομορφιά της, την ομορφιά που οι άνθρωποι αγάπησαν. Προσπαθώ να μην σκέφτομαι καν πως ο Θερμαϊκός είναι απλώς μια βρωμοθάλασσα, που μερικές μέρες μου κλέβει τα αγαπημένα μου χρώματα.
Πίσω μου και αριστερά, το λιμάνι που τα καλοκαίρια, έκανα τα ταξίδια μου, σαν όλους «παλιά». Εγώ πήγαινα τότε στα νησιά μου. Ναι ήταν όλα δικά μου από πάντα. Με αγωνία να πιάσω την καλύτερη «θέση» στο κατάστρωμα, να κοιτάω τ’ άστρα και τα φεγγάρια. Η θέση ήταν πάντα άδεια, 3 τετραγωνικά μέτρα πάτωμα βρώμικο και βρεγμένο, μα με αγωνία έτρεχα να τα κατοχυρώσω. Μύριζε αέρα και λάτρευα, λάτρευα τον αέρα πάνω μου. Πάντα απορούσα μόλις έστρωνα το σλίπινγκ μπάνγκ, πως γίνεται, την καλύτερη θέση να την θέλω μόνο εγώ. Κατάλαβα κάπως αργά πως δεν ήξερα τι σημαίνει η λέξη «θέση» και δεν ήξερα τι σημαίνει η λέξη «καλή» επίσης.
Τότε νόμιζα πως ήμουν πρωταγωνίστρια σε ένα φιλμ που θα σάρωνε όλα τα βραβεία.
Τώρα φοράω σκουλαρίκια από κεχριμπάρι και δεν μπορώ πια να πάω ταξίδι, ούτε με το νου. Δεν είμαι κουρασμένη, δεν βαριέμαι και ούτε νιώθω λύπη. Δεν έχω απολύτως κανένα συναίσθημα. Περνάω από το αγαπημένο μου ταξιδιωτικό πρακτορείο στη Βενιζέλου και κοιτάω στα πεταχτά μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του πύργου του Άιφελ. Πόσες φορές ξεροστάλιαζα κάποτε, κοιτώντας λαμπερές φωτογραφίες από τα Παρίσια, φτιάχνοντας χαρούμενες σκηνές και σχέδια. Χαμογελούσα μόνη μου, στον ίδιο αυτό δρόμο. Ήθελα να στροβιλιστώ χορεύοντας με την ίδια μου την χαρά τότε, μόνο και μόνο στην ιδέα πως «σιγά το πράμα, θα πάω». Δεν πήγα και δεν θα πάω. Τώρα μου είναι αδιάφορα τα Παρίσια και η ηδονή του ταξιδευτή. Μου είναι αδιάφορη η διαδρομή και ο προορισμός έχει χαθεί καιρό τώρα. Η επιθυμία είναι άγνωστη λέξη.
Τώρα, δεν θέλω να είμαι ούτε θεατής στα φιλμ των άλλων. Κλείνω τα μάτια μου στις ζωές τους.
Ανάμεσα στο «τότε» και στο «τώρα» έχουν περάσει 300 αιώνες. Μόλις 5-6 χρόνια, στον κόσμο των ανθρώπων που αγαπούν τη θάλασσα, τα ταξίδια και τα Παρίσια.
Ανάμεσα στο «τότε» και στο «τώρα» το μόνο που θυμάμαι είναι πως έχασα τη δουλειά μου. Δύο φορές.
Με γρήγορους ρυθμούς έχασα το αληθινό μου χαμόγελο και τώρα ζωγραφίζω ψεύτικα χαμόγελα με κραγιόν. Επίσης έχασα τα λόγια μου και μιλάω με λόγια άλλων. Έχασα την μπάλα που λένε. Παίζω κρυφτό με την αγάπη και αυτή με ψάχνει. Συνηθίζω να παίζω κυνηγητό με ότι μπορεί να μου δώσει ελπίδα. Τρέχω γρήγορα και ξεφεύγω. Περπατάω στα πιο γνωστά μου λημέρια και δεν θυμάμαι ούτε σαν ανάμνηση πως ήταν όταν ένιωθα. Καταπιάνομαι με φανταστικούς κόσμους και σουλατσάρω στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.
Θα ήθελα να ήμουν ένας γέρος που έζησε και τέλειωσε με την ταλαιπωρία της ζωής. Ένας γέρος που κάθεται σε μια πολυθρόνα, τους κοροϊδεύει και τους βρίζει όλους, ειδικά όσους λατρεύει απέραντα. Ένας γέρος που στο φινάλε δεν έχει τίποτα να περιμένει εκτός από το να πεθάνει. Πάντα πίστευα πως θα είναι ωραία αυτή η στιγμή. Γέρος, γιατί οι γριές, ζουν πιο πολλά χρόνια.