07 Ιούν Συναντήσεις και συναυλίες για νύχτες με φεγγάρια ασπιρίνες
Έχεις καταφέρει με τεράστια επιτυχία, για 800ή φορά, να ξεμείνεις, με ένα χάρτινο. Έχει μια γοητεία αυτή η φάση στην αρχή της. Είναι σαν αυτό που λένε : «βρίσκω τον εαυτό μου». Είναι βραδάκι. Στο σπίτι, βόλεψες για 800ή εκατομμυριοστή φορά, όσους αγαπάς, όπως ακριβώς επιθυμούν. Τώρα νιώθεις αρκετά άβολα. Έχει ένα ωραίο στρόγγυλο άσπρο φεγγάρι. Σαν ασπιρίνη.
Καμιά 60αριά παλιοί συμμαθητές έχουν μαζευτεί μετά από 21 χρόνια για reunion κάπου ανατολικά, ίσως για να ξεχάσουν πως έμαθαν, τα όποια τους γράμματα, σε ένα σχολείο δυτικά, ένα σχολείο με το όνομα: Γεντί Κουλέ ή αλλιώς σκέτο Γεντί στα μάγκικα της πλάκας. «Πάω Γεντί» πφφφφ… Είναι όμως και αυτό πρέπει να του αναγνωριστεί, το μοναδικό ελληνικό σχολείο που έχει το όνομα που του αρμόζει νοηματικά, φυλακής δηλαδή, με κελιά απομόνωσης και αίθουσες βασανιστηρίων. Είχες πει δεν θα πας. Στους 48 από αυτούς δεν έλεγες ούτε γεια στο Λύκειο. Ήταν όλοι χαζοί και αχώνευτοι. Η αλήθεια είναι πως εσύ ήμουν χαζή κι αχώνευτη, αλλά είναι πάντα πιο καλύτερο να τα ρίχνεις στους άλλους.
Λες – ξελές. Θα πας. Με την ελπίδα (χα χα χα τι λέξη…) πως θα βρεις τους 12 που γελάσατε παρέα, με αστεία της τάξης, κλεψιές σε απροειδοποίητα διαγωνίσματα μαθηματικών, κοπάνες, εκδρομές και τέτοια, σχεδόν αθώοι κά-ποτέ και τους 2που αγάπησες αλήθεια, μα τους άφησες μετά. ΄Ισως κι από περιέργεια; Μπα δεν είσαι περίεργη. Με το ζόρι, σπρώχνεις τον ίδιο σου τον εαυτό προς την ντουλάπα. Φουστανάκι, τακουνάκι, κραγιονάκι, μαγουλάκι, λουλουδάκι στα μαλλιά, όλα στο κόκκινο. Γραμμή στο μάτι μαύρη, κορδέλα πένθους. Τα λοιπά στο χρώμα τους. Λευκά. Ομορφιά απ΄έξω. Γελοία. Ωραιότατη γελοία.
Πας. Δε λες ούτε γεια στους 48. Βρίσκεις τους 12. Φιλάς τους 10. Λέτε 2-3 κουβέντες. Βρίσκεις τους 2. Κολλάς σαν τότε με τους 2. Η αγκαλιά της τριάδας μένει σφικτή μέχρι πριν το σπάσιμο των πλευρών για έναν απίστευτα πολύ μεγάλο χρόνο. Περίπου 21 χρονών. Δεν έχουμε τι να πούμε. Κοιταζόμαστε σαν ηλίθιοι και γελάμε χωρίς λόγο, χωρίς λόγια, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουμε ακόμη. Είναι απίστευτο που υπάρχουμε ακόμη. Δεν μπορούμε να το χωνέψουμε. Ο εγκέφαλος δεν το επεξεργάζεται σαν γεγονός. Οι 3 που αγαπήθηκαν παλιά είναι νεκροί. Αυτό το ήξερε ο καθένας χώρια για τον εαυτό του και πριν την αγκαλιά. Η αγκαλιά το είπε ψιθυριστά και στους 3 για τους υπόλοιπους 2. Αγαπηθήκαμε τυχαία παλιά. Τώρα υπάρχουμε και αγαπάμε τους ίδιους 3 νεκρούς. Όσο οι άλλοι βγάζουν φωτογραφίες και λευκώματα, δίνουν ραπόρτο για το «τι δουλειά κάνουν» -ή δεν κάνουν, πόσα παιδιά έχουν και τα σχετικά εμείς περνάμε κατευθείαν στο ψητό. Κουτσομπολεύουμε τα χάλια ολονών με τη σιγουριά πως μόνο εμείς είμαστε οι μοναδικοί νορμάλ και υπερκόσμια τέλειοι. Υπέροχα γελοίοι. Σαν τότε. Δεν λέμε τα νέα μας, δεν μιλάμε για τα παλιά και δεν ανταλλάσσουμε τηλέφωνα . Πίνουμε καπνίζουμε και κοροϊδεύουμε τους άλλους.
Μετά φεύγεις. Λες: «σόρυ έχω χαλάσει το τελευταίο μου χάρτινο για ένα εισιτήριο συναυλίας εδώ πιο κάτω» Λένε: «ωραία η κηδεία, άντε να τα πούμε και στα σαράντα» και «ρε ηλίθια, χαζή, βλαμμένη, είσαι πιο όμορφη από τότε». Τους βγάζεις τη γλώσσα και την κάνεις φωνάζοντας «Ευτυχώς δεν σας παντρεύτηκα ρεεεεε» Δε λες γεια ούτε στους 48, ούτε στους 10. Πας να πληρώσεις τα κρασιά.
Θέλεις να χορέψεις ουρλιάζοντας. Αυτό αξίζει το τελευταίο σου χάρτινο. Στο αμαξάκι βγάζεις τα κόκκινα τακούνια και τα πετάς στη θέση του συνοδηγού. Οδηγάς ξυπόλυτη ως το κέντρο. Παρκάρεις βρίζοντας τον δήμαρχο και βάζεις τις μαύρες μπαλαρίνες σου. Δείχνεις το αγοραστό σου εισιτήριο με καμάρι στο ταμείο. Μπορούσες να πηδήσεις από το πλάι μα μετά δεν θα πιάνονταν ότι κέρασες τον εαυτό σου χορό και ουρλιαχτά.
Οι μουσικοί παίζουν τέ-λει-α. Βρίσκεις αγαπημένους και φίλους. Συντονίζεσαι αστραπιαία στον χοροπηδητό χορό τους. Ο Αντώνης και η Μαρία σε παίρνουν μια σούπερ αγκαλιά και σε χορεύουν. Μετά πετάς και χορεύεις χωρίς πια να πατήσεις γη. Ο τραγουδιστής είναι χαρούμενος και τα δίνει όλα. Ακόμη και άλλες φορές, όταν βαριέται ωραίος είναι πάλι. Αλλά όταν τα δίνει όλα, μπορείς να χορέψεις έξω από το σώμα σου. Μπορείς να πηδήσεις στάστρα. Μπορείς να ξεσκίσεις τη φωνή σου σε ρετάλια και την πετάξεις στον αέρα σαν σερπαντίνες, ουρλιάζοντας τους στίχους που νομίζεις έγραψε για σένα. Όλοι νομίζουν το ίδιο. Γι΄αυτό είναι γαμάτα. Όλοι πετάνε. Οι δίπλα σε κερνάνε τσικουδιά. Για το κόκκινο φουστάνι κι αυτοί. Τους γελάς, σαν θένγκς. Ξανακερνάνε. Γελάς συνέχεια. Χορεύεις με όλη σου την ανύπαρκτη εκπαίδευση στον τομέα. Ο κότσος λύνεται, τα τσιμπιδάκια πέφτουν, τα μαλλιά γίνονται φτερά- για λίγο. Πάνω που ελπίζεις ότι μπορεί να ιδρώσεις τελειώνει. Ο τραγουδιστής εύχεται «καλό ζεστό χειμώνα». Ξέρει. Χαιρετάει ευγενικά, σχεδόν με αγάπη. Λυπάσαι που ο τραγουδιστής σέβεται τώρα πια το κοινό του. Σου άρεσε καλύτερα όταν το έφτυνε με σάλιο. 21 χρόνια πριν.