29 Απρ ΓΥΜΝΗ ΑΓΓΕΛΑ
Ζωγραφιά που έγινε στην παραλία “Λάμπες”, τον Αύγουστο του 2013. Τυχαίο γεγονός, αλλά ανατριχιαστική η “συνάντηση” τοπωνυμίου και ουσίας. |
«αφού δουλεύει το ασανσέρ, γιατί δεν έχουμε φως; 2009»
Δυνατός Βαρδάρης. Πάντα με βρίσκει. Όπου κι αν κρυφτώ. Σήμερα κρύφτηκα στην μπανιέρα, κάτω από το καυτό νερό της ντουζιέρας. Μέσα στη μυρωδιά της μούχλας. Κι εκεί με βρήκε. Δεν δυσκολεύτηκε πολύ. Εκείνη η τρύπα στο ταβάνι, τον βοήθησε. Κάποιος μου είχε πει για την τρύπα στο ταβάνι, «εκεί μπαίνει ο εξαερισμός». Από εκεί όμως, έμπαινε ο Βαρδάρης, σφυρίζοντας και τρυπώντας την ασπίδα μου από καυτό νερό. Κι εγώ, τι άλλο να κάνω; Απολαμβάνω το παγωμένο του χάδι. Κι αν βάλω εξαερισμό, πως θα με χαϊδεύει ο αέρας; Δεν ακούω το νερό που τρέχει. Ακούω μόνο τον μανιασμένο αέρα. Φτιάχνω μια μικρή ιστορία στο κεφάλι μου για κείνον και για μένα, ότι δήθεν όλους τους δέρνει και μόνο εμένα χαϊδεύει, ότι παλεύει με όλους για να με χαϊδέψει. Μετά σκέφτομαι πόσο ανόητη είμαι. Ακόμη κοροϊδεύω τον εαυτό μου με γελοιότητες. «Ολόκληρη γυναίκα…», όπως θα έλεγε απαξιωτικά κι η μάνα μου, αφήνοντας μισή τη φράση, ανήμπορη να χωρέσει την απογοήτευσή της για ότι έγινα σε λέξεις.
Ο αέρας τραβάει πολλά χρόνια από τη μνήμη μου δυνατά. Πόνεσα λίγο. Τώρα είμαι 16 χρονών. Βγαίνω να μαζέψω λουλούδια. Θα φτιάξω ένα ωραίο μπουκέτο. Καθώς μαζεύω λουλούδια ξεχνιέμαι και απομακρύνομαι από το χωριό. Με μαγεύει η ομορφιά τους. Θέλω κι άλλα κίτρινα, και ίσως βρω μοβ ανεμώνες. Είναι σπάνιες αλλά είναι η εποχή τους. Βλέπω λίγες παπαρούνες παραπέρα και τρέχω. Δεν υπάρχει κανείς τριγύρω κι όμως έχω μια αγωνία να τις κόψω γρήγορα. Μην μου τις πάρουν. Θα κάνουν το μπουκέτο μου τέλειο. Τρέχω προς τα εκεί. Τις κόβω προσεχτικά και μυρίζω τα χέρια μου. Ευτυχία. Και τότε καταλαβαίνω πως σουρουπώνει. Και πως ακόμη βρίσκομαι λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό μου, κοντά στην «άσφαλτο» που βγάζει στην πόλη. Τα μάγια των λουλουδιών λύνονται όταν το μπουκέτο είναι έτοιμο, δηλαδή όταν δεν χωράνε άλλα λουλούδια στην κλειστή σου παλάμη –όποιος μαζεύει λουλούδια το ξέρει καλά, τα μάγια λύνονται όταν το μπουκέτο είναι έτοιμο. Και τώρα φοβάμαι. Πως θα γυρίσω πριν νυχτώσει; Τρέχοντας.
Το μπουκέτο με τα λουλούδια το έδωσα στη μαμά μου. Κουρασμένη από τις τόσες δουλειές της, μου είπε: «τι μου κουβαλάς αγριολούλουδα; μαδάνε και μου λεκιάζουν το τραπεζομάντιλο. Έλα πάρτα έξω». Τόνος : προστακτική. Το μελετημένο σαν σπουδή σχήμα του μπουκέτου (λίγο πιο εδώ τα κίτρινα, λίγο πιο στη μέση η μεγάλη παπαρούνα, γύρω γύρω τα μπλε μικρά) άτσαλα ριγμένο στο χώμα της αυλής μας. Κι αυτή τη φορά δεν έκλαψα. Γιατί το αποφάσισα «θα πάω στην πόλη» το λέω δυνατά για να το ακούσω. Γιατί εκεί δεν έχει λουλούδια που μαδάνε και λεκιάζουν. Έχει ανθοπωλεία με ωραία καθαρά λουλούδια που μυρίζουν σαν κολόνια. Κι όταν τα δίνεις οι άνθρωποι χαμογελάνε και λένε ευγενικά ευχαριστώ, γιατί δεν φοβούνται μην λεκιάσει το τραπεζομάντιλο τους. Και πήγα. Μου κόστισε πολλές ώρες μελέτης, πάνω σε άχρηστες γνώσεις, μπόλικη παπαγαλία και έναν κάλο στον δείχτη μου από τα κατεβατά που έπρεπε να γράφω με στυλό μπικ. Οι μπικ έχουν γωνίες που χαρίζουν κάλους. Αλλά πήγα.
Μου άρεσε ή πόλη. Όλα μου άρεσαν. Και όλα τα ρούφηξα. Με μανία. Και σπούδασα και διάβασα επιτέλους βιβλία που διάλεγα μόνη μου, πολλά βιβλία. Κάθε ένα τους μου χάριζε τη γνώση μιας ζωής, ίσως και περισσότερων. Και με τη γνώση της γηραιάς κυρίας, έκανα φίλους. Πολλούς φίλους. Μαζί τους χόρεψα και γέλασα, κουβέντιασα για ώρες πολλές, μάλωσα, φίλιωσα και βαρέθηκα γύρω από καφέδες και τσιγάρα. Τότε άρχισα να ντύνομαι με τα ρούχα των φίλων μου. Γιατί μου άρεσε να φοράω τα ρούχα αυτών που αγαπώ. Τα ρούχα των μαγαζιών όχι δεν ήταν για μένα. Μόνο τα μεταχειρισμένα. Να τα έχει φορέσει κι άλλος. Κι όταν διάλεγα το ρούχο μέσα από το καλάθι έφτιαχνα και μια ιστορία για έναν ακόμη φίλο. Φανταστικό και αγαπημένο. «Ολόκληρη γυναίκα».
Δεν θα ξεχάσω το ξημέρωμα που κέρδισα μετά από τέσσερις φιλοφρονήσεις στην Χριστίνα την πρώτη μου μπλούζα.
Η Χριστίνα έπλενε σχολαστικά τα μπυροπότηρα μας. Εγώ, με μια κούπα καφέ στο χέρι και φάτσα μες τη γκρίνια από τη νύστα, κοιτούσα την πλάτη της φίλης μου. Τι όρεξη κι αυτή πρωϊνιάτικα. Να αφήσει τον πάγκο της κουζίνας καθαρό. Κολλημένη. Τόσα χρόνια. Ωραία μπλούζα φοράει η άτιμη. Άλλες τρεις φορές της είχα παινέψει την μπλούζα της.
Στο μπαλκόνι τρώγοντας πεπόνι.
-Ωραία μπλούζα.
-Φτηνή.
Στο σαλόνι, κοιτώντας μια ρωγμή στο πάτωμα.
-Ωραία μπλούζα.
-Παλιά.
Στην γύρα για ψώνια.
-Ωραία μπλούζα.
-Ξεχειλωμένη.
Τώρα, χαράματα σχεδόν, σαν έβαζε τα μπυροπότηρα να στραγγίξουν, ήταν τόσο ωραία η πλάτη με την μπλούζα. Νυσταγμένα, η πρώτη φράση που βγήκε από το στόμα μου.
-Ωραία μπλούζα.
-Τη θέλεις; Πάρτη.
-Αλήθεια;
-Τι ψέματα: Είναι η αγαπημένη μου.
-Ευχαριστώ.
-Βρώμικη είναι.
-Θα την πλύνω σπίτι.
Σιγά μην την έπλενα. Αμέσως την στολίστηκα. Μου πάει!
Αυτό ήταν δεν αγόρασα ποτέ ξανά ρούχα. Πότε από τον έναν πότε από τον άλλον, πάντα ντυμένη στην αγκαλιά ενός φίλου. Λατρεύω τις αγκαλιές. Οι άνθρωποι τσιγκουνεύονται τις αγκαλιές. Ίσως και τις φοβούνται. Τρέχω μέσα τους, σχεδόν ορμάω όταν τις βρίσκω. Αλλά και αγκαλιάζω σφιχτά. Μόνο που συχνά νοιώθω το τράβηγμα της αμηχανίας, ακόμη και από ανθρώπους που είναι φίλοι (;).
Οι φίλοι όμως την κάνανε σιγά σιγά. Επιστροφή στις πόλεις τους. Μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Γάμοι. Μετακομίσεις. Και τα ρούχα πάλιωσαν πάνω της και της έκαναν παρέα. Έκανε άλλους φίλους. Ντρεπόταν όμως να ζητήσει ρούχα τους «ολόκληρη γυναίκα». Μόνο η Χριστίνα της έμεινε. Κι αυτή σε άλλη πόλη. Να της χαρίζει τα ρούχα της. Τις λίγες φορές που τα κέρματα συμπλήρωναν το εισιτήριο για το τρένο το φτηνό.
Ντυμένη με αγκαλιές φίλων, είχα την καλύτερη ασπίδα για τη μάχη της κάθε μέρας. Και τα πήγα καλά. Γιατί έκανα αυτό που ήθελα. «Ολόκληρη γυναίκα».
Για καιρό ήταν ωραία. Κι εγώ ήμουν τόσο απαλή κι ωραία σαν αγριολούλουδο. Ίσως γι αυτό δεν με κράτησε στο βάζο του κανένας άντρας για να στολίζει το καλό τραπέζι του. Για να μην μαδήσω και το λεκιάσω. Γιατί τα αγριολούλουδα μαδάνε εύκολα και λεκιάζουν. Με άφηναν, απαλά δε λέω, στο πάτωμα της κουζίνας. Κρύα τα πλακάκια και σκληρά. Και με τον καιρό άρχισα να παίρνω τη σκληράδα από τα πλακάκια του πατώματος. Όλα γινόταν πιο σκληρά πάνω μου. Το δέρμα, τα μαλλιά, Η φύση κάνει σωστά τη δουλειά της. Πρέπει μεγαλώνοντας να γινόμαστε σκληρότεροι. Κι ας πολεμούμε (μάταια, μα όλοι πολεμάμε) για το αντίθετο. Με ενυδατικές κρέμες, με μαλακτικά, με μελετημένα κουρέματα με αποτριχώσεις. Τι γίνεται όμως με την ψυχή. Αυτή σκληραίνει ύπουλα και σταδιακά και μια μέρα ξαφνιάζεσαι που μπορείς να φας ενώ γύρω σου βολοδέρνουν δυστυχισμένοι άνθρωποι, κουρασμένοι και νηστικοί (κάποτε δεν σου κατέβαινε μπουκιά, θυμάσαι;). Κι εγώ φοβάμαι μην σκληρύνει η ψυχή μου και τη ζυμώνω με δύναμη. Με διαδηλώσεις που ξεφωνίζω, με μουσικές, με σινεμά, με θέατρο, με αγκαλιές σφικτές, με βλέμματα καθαρά με κουβέντες αληθινές με, με… Κάθε μέρα. Κοπιαστικά. Προκαλώντας. Ξαφνιάζοντας.
Και από το πολύ ζύμωμα η ψυχή μου έλιωσε. Και δεν χωράει σε καμία αγκαλιά. Λεκιάζει πολύ. Και όλοι φεύγουν να πλυθούν. Σε ψεύτικα λόγια, σε βαρετές κουβέντες, σε καλές δουλειές, σε διασκεδάσεις που σε αφήνουν απλά κουρασμένο, σε, σε…
Και η Χριστίνα, που τις αρέσει να λεκιάζεται από μένα, είναι τόσο μακριά. Τα σύρματα και οι οθόνες δεν αγκαλιάζουν. Και τα ρούχα αγκαλιές της έλιωσαν πια.
Και είμαι μόνη. Και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου. Να μαζέψω λουλούδια. Αλλά δεν έχω το κουράγιο. Είμαι «ολόκληρη γυναίκα». Και μόνη. Και δεν έχω ούτε λίγα κέρματα για το τρένο. Το φτηνό. Και ο υπάλληλος της ΔΕΗ κόλλησε ένα φωσφορούχο πράσινο χαρτάκι στην πόρτα μου που λέει «διακοπή λόγω χρέους». Και είμαι γυμνή στο μπάνιο. Και το θερμοσίφωνο άναψε για τελευταία φορά. Και όλα τα ρούχα μου είναι λιωμένα. Γιατί κανείς δεν μου δίνει ρούχα. Ας αγοράσει «ολόκληρη γυναίκα» λένε. Όμως εγώ ήθελα μόνο την αγκαλιά τους. Όλη μέρα. Από τα ρούχα τους. Έστω. Κι έμεινα γυμνή. Και θέλω να πάω στο χωριό μου.
Βγαίνω από τη μπανιέρα. Πατάω στα κρύα πλακάκια. Σήμερα δεν θα σκουπιστώ. Περπατώ γυμνή και βρεγμένη. Ο αέρας έξω σφυρίζει με μανία. Μου τραγουδάει. Θα πάω κοντά του. Περπατώ ως την πόρτα. Σε λίγο ξημερώνει. Βγαίνω έξω. Είμαι κουρασμένη. Νυστάζω. Ο Βαρδάρης με παίρνει αγκαλιά και με πάει μέχρι το κρεβάτι μου. Μέχρι τον πράσινο κάδο των σκουπιδιών. Ξαπλώνω γυμνή και βρεγμένη στο απαλό στρώμα των σκουπιδοσακούλων. Νυστάζω τόσο πολύ. Θέλω να πάω στο χωριό μου. Ο παγωμένος αέρας είναι το πάπλωμά μου. Τα σκουπίδια σας το στρώμα μου. Κλείνω τα μάτια μου. Και πάω στο χωριό μου. Να μαζέψω λουλούδια. Αγριολούλουδα.
Το μπουκέτο με τα λουλούδια το έδωσα στη μαμά μου. Κουρασμένη από τις τόσες δουλειές της, μου είπε: «τι μου κουβαλάς αγριολούλουδα; μαδάνε και μου λεκιάζουν το τραπεζομάντιλο. Έλα πάρτα έξω». Τόνος : προστακτική. Το μελετημένο σαν σπουδή σχήμα του μπουκέτου (λίγο πιο εδώ τα κίτρινα, λίγο πιο στη μέση η μεγάλη παπαρούνα, γύρω γύρω τα μπλε μικρά) άτσαλα ριγμένο στο χώμα της αυλής μας. Κι αυτή τη φορά δεν έκλαψα. Γιατί το αποφάσισα «θα πάω στην πόλη» το λέω δυνατά για να το ακούσω. Γιατί εκεί δεν έχει λουλούδια που μαδάνε και λεκιάζουν. Έχει ανθοπωλεία με ωραία καθαρά λουλούδια που μυρίζουν σαν κολόνια. Κι όταν τα δίνεις οι άνθρωποι χαμογελάνε και λένε ευγενικά ευχαριστώ, γιατί δεν φοβούνται μην λεκιάσει το τραπεζομάντιλο τους. Και πήγα. Μου κόστισε πολλές ώρες μελέτης, πάνω σε άχρηστες γνώσεις, μπόλικη παπαγαλία και έναν κάλο στον δείχτη μου από τα κατεβατά που έπρεπε να γράφω με στυλό μπικ. Οι μπικ έχουν γωνίες που χαρίζουν κάλους. Αλλά πήγα.
Μου άρεσε ή πόλη. Όλα μου άρεσαν. Και όλα τα ρούφηξα. Με μανία. Και σπούδασα και διάβασα επιτέλους βιβλία που διάλεγα μόνη μου, πολλά βιβλία. Κάθε ένα τους μου χάριζε τη γνώση μιας ζωής, ίσως και περισσότερων. Και με τη γνώση της γηραιάς κυρίας, έκανα φίλους. Πολλούς φίλους. Μαζί τους χόρεψα και γέλασα, κουβέντιασα για ώρες πολλές, μάλωσα, φίλιωσα και βαρέθηκα γύρω από καφέδες και τσιγάρα. Τότε άρχισα να ντύνομαι με τα ρούχα των φίλων μου. Γιατί μου άρεσε να φοράω τα ρούχα αυτών που αγαπώ. Τα ρούχα των μαγαζιών όχι δεν ήταν για μένα. Μόνο τα μεταχειρισμένα. Να τα έχει φορέσει κι άλλος. Κι όταν διάλεγα το ρούχο μέσα από το καλάθι έφτιαχνα και μια ιστορία για έναν ακόμη φίλο. Φανταστικό και αγαπημένο. «Ολόκληρη γυναίκα».
Δεν θα ξεχάσω το ξημέρωμα που κέρδισα μετά από τέσσερις φιλοφρονήσεις στην Χριστίνα την πρώτη μου μπλούζα.
Η Χριστίνα έπλενε σχολαστικά τα μπυροπότηρα μας. Εγώ, με μια κούπα καφέ στο χέρι και φάτσα μες τη γκρίνια από τη νύστα, κοιτούσα την πλάτη της φίλης μου. Τι όρεξη κι αυτή πρωϊνιάτικα. Να αφήσει τον πάγκο της κουζίνας καθαρό. Κολλημένη. Τόσα χρόνια. Ωραία μπλούζα φοράει η άτιμη. Άλλες τρεις φορές της είχα παινέψει την μπλούζα της.
Στο μπαλκόνι τρώγοντας πεπόνι.
-Ωραία μπλούζα.
-Φτηνή.
Στο σαλόνι, κοιτώντας μια ρωγμή στο πάτωμα.
-Ωραία μπλούζα.
-Παλιά.
Στην γύρα για ψώνια.
-Ωραία μπλούζα.
-Ξεχειλωμένη.
Τώρα, χαράματα σχεδόν, σαν έβαζε τα μπυροπότηρα να στραγγίξουν, ήταν τόσο ωραία η πλάτη με την μπλούζα. Νυσταγμένα, η πρώτη φράση που βγήκε από το στόμα μου.
-Ωραία μπλούζα.
-Τη θέλεις; Πάρτη.
-Αλήθεια;
-Τι ψέματα: Είναι η αγαπημένη μου.
-Ευχαριστώ.
-Βρώμικη είναι.
-Θα την πλύνω σπίτι.
Σιγά μην την έπλενα. Αμέσως την στολίστηκα. Μου πάει!
Αυτό ήταν δεν αγόρασα ποτέ ξανά ρούχα. Πότε από τον έναν πότε από τον άλλον, πάντα ντυμένη στην αγκαλιά ενός φίλου. Λατρεύω τις αγκαλιές. Οι άνθρωποι τσιγκουνεύονται τις αγκαλιές. Ίσως και τις φοβούνται. Τρέχω μέσα τους, σχεδόν ορμάω όταν τις βρίσκω. Αλλά και αγκαλιάζω σφιχτά. Μόνο που συχνά νοιώθω το τράβηγμα της αμηχανίας, ακόμη και από ανθρώπους που είναι φίλοι (;).
Οι φίλοι όμως την κάνανε σιγά σιγά. Επιστροφή στις πόλεις τους. Μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Γάμοι. Μετακομίσεις. Και τα ρούχα πάλιωσαν πάνω της και της έκαναν παρέα. Έκανε άλλους φίλους. Ντρεπόταν όμως να ζητήσει ρούχα τους «ολόκληρη γυναίκα». Μόνο η Χριστίνα της έμεινε. Κι αυτή σε άλλη πόλη. Να της χαρίζει τα ρούχα της. Τις λίγες φορές που τα κέρματα συμπλήρωναν το εισιτήριο για το τρένο το φτηνό.
Ντυμένη με αγκαλιές φίλων, είχα την καλύτερη ασπίδα για τη μάχη της κάθε μέρας. Και τα πήγα καλά. Γιατί έκανα αυτό που ήθελα. «Ολόκληρη γυναίκα».
Για καιρό ήταν ωραία. Κι εγώ ήμουν τόσο απαλή κι ωραία σαν αγριολούλουδο. Ίσως γι αυτό δεν με κράτησε στο βάζο του κανένας άντρας για να στολίζει το καλό τραπέζι του. Για να μην μαδήσω και το λεκιάσω. Γιατί τα αγριολούλουδα μαδάνε εύκολα και λεκιάζουν. Με άφηναν, απαλά δε λέω, στο πάτωμα της κουζίνας. Κρύα τα πλακάκια και σκληρά. Και με τον καιρό άρχισα να παίρνω τη σκληράδα από τα πλακάκια του πατώματος. Όλα γινόταν πιο σκληρά πάνω μου. Το δέρμα, τα μαλλιά, Η φύση κάνει σωστά τη δουλειά της. Πρέπει μεγαλώνοντας να γινόμαστε σκληρότεροι. Κι ας πολεμούμε (μάταια, μα όλοι πολεμάμε) για το αντίθετο. Με ενυδατικές κρέμες, με μαλακτικά, με μελετημένα κουρέματα με αποτριχώσεις. Τι γίνεται όμως με την ψυχή. Αυτή σκληραίνει ύπουλα και σταδιακά και μια μέρα ξαφνιάζεσαι που μπορείς να φας ενώ γύρω σου βολοδέρνουν δυστυχισμένοι άνθρωποι, κουρασμένοι και νηστικοί (κάποτε δεν σου κατέβαινε μπουκιά, θυμάσαι;). Κι εγώ φοβάμαι μην σκληρύνει η ψυχή μου και τη ζυμώνω με δύναμη. Με διαδηλώσεις που ξεφωνίζω, με μουσικές, με σινεμά, με θέατρο, με αγκαλιές σφικτές, με βλέμματα καθαρά με κουβέντες αληθινές με, με… Κάθε μέρα. Κοπιαστικά. Προκαλώντας. Ξαφνιάζοντας.
Και από το πολύ ζύμωμα η ψυχή μου έλιωσε. Και δεν χωράει σε καμία αγκαλιά. Λεκιάζει πολύ. Και όλοι φεύγουν να πλυθούν. Σε ψεύτικα λόγια, σε βαρετές κουβέντες, σε καλές δουλειές, σε διασκεδάσεις που σε αφήνουν απλά κουρασμένο, σε, σε…
Και η Χριστίνα, που τις αρέσει να λεκιάζεται από μένα, είναι τόσο μακριά. Τα σύρματα και οι οθόνες δεν αγκαλιάζουν. Και τα ρούχα αγκαλιές της έλιωσαν πια.
Και είμαι μόνη. Και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου. Να μαζέψω λουλούδια. Αλλά δεν έχω το κουράγιο. Είμαι «ολόκληρη γυναίκα». Και μόνη. Και δεν έχω ούτε λίγα κέρματα για το τρένο. Το φτηνό. Και ο υπάλληλος της ΔΕΗ κόλλησε ένα φωσφορούχο πράσινο χαρτάκι στην πόρτα μου που λέει «διακοπή λόγω χρέους». Και είμαι γυμνή στο μπάνιο. Και το θερμοσίφωνο άναψε για τελευταία φορά. Και όλα τα ρούχα μου είναι λιωμένα. Γιατί κανείς δεν μου δίνει ρούχα. Ας αγοράσει «ολόκληρη γυναίκα» λένε. Όμως εγώ ήθελα μόνο την αγκαλιά τους. Όλη μέρα. Από τα ρούχα τους. Έστω. Κι έμεινα γυμνή. Και θέλω να πάω στο χωριό μου.
Βγαίνω από τη μπανιέρα. Πατάω στα κρύα πλακάκια. Σήμερα δεν θα σκουπιστώ. Περπατώ γυμνή και βρεγμένη. Ο αέρας έξω σφυρίζει με μανία. Μου τραγουδάει. Θα πάω κοντά του. Περπατώ ως την πόρτα. Σε λίγο ξημερώνει. Βγαίνω έξω. Είμαι κουρασμένη. Νυστάζω. Ο Βαρδάρης με παίρνει αγκαλιά και με πάει μέχρι το κρεβάτι μου. Μέχρι τον πράσινο κάδο των σκουπιδιών. Ξαπλώνω γυμνή και βρεγμένη στο απαλό στρώμα των σκουπιδοσακούλων. Νυστάζω τόσο πολύ. Θέλω να πάω στο χωριό μου. Ο παγωμένος αέρας είναι το πάπλωμά μου. Τα σκουπίδια σας το στρώμα μου. Κλείνω τα μάτια μου. Και πάω στο χωριό μου. Να μαζέψω λουλούδια. Αγριολούλουδα.
Για την Κατερίνα