29 Απρ Ποιητική συλλογή εντόμων – χωρίς αιθυλικό οξικό άλας
Μύγες
Ανοίγω το παράθυρο τα μεσημέρια και μπάζω στην αμφίβολη χειμωνιάτικη ζέστη μου: τις τελευταίες μύγες της σεζόν.
Θα ζήσουν μια- δυο τελευταίες μέρες.
Κοντά μου.
Τις θέλω.
Είναι ότι έχει ξεμείνει από το καλοκαίρι.
Τις φροντίζω αγνοώντας τες όταν:
Γλείφουν σταγόνες πικρό καφέ,
από το χείλος του ποτηριού μσου.
Τραγανίζουν ψίχουλα στο τραπέζι.
Τρίβουν τα μπροστινά τους χέρια,
με αόρατο θόρυβο.
Όταν για επιδόρπιο,
ξ αποσταίνουν στο καπάκι από το μέλι,
κρυφά.
Μετά θα κοιμηθούν στη ζέστη του ταβανιού.
Θα με κοιτάνε ανάποδα.
Όπως μου αρέσει να κοιτάω τον κόσμο.
Βαριέμαι το κανονικό, τον κανονικό, την κανονική.
Είμαι μια μύγα.
Ενοχλητική, στους καλούς καιρούς των άλλων.
Ενοχλητικά χαρούμενη το καλοκαίρι.
Ξέρω να ξεφεύγω από τα χτυπήματα σας.
Ακούω με απάθεια τις κατηγόριες σας.
Πετάω και μπορώ να φάω σκατά,
προς μεγάλη μου ευχαρίστηση.
Μετά το χειμώνα,
ψοφάω.
Κουνούπια
Είναι κάπου στο τέλος του φθινοπώρου,
σχεδόν τέλη δεκέμβρη εδώ,
που έχουν ξεμείνει
ζωντανά,
ίσα για μια δυο τελευταίες αφαιμάξεις
-λένε οι άσχετοι-
μερικά τελευταία, γενναία,
κουνούπια.
Είναι πολύ έξυπνα
γι’ αυτό ζουν ακόμη.
Μπαίνουν στο σπίτι απρόσκλητα
με το θράσος που μόνο Η αγάπη μπορεί να έχει.
Δεν ορμούν τρελαμένα
όπως το καλοκαίρι
που είναι δυνατά.
Τώρα είναι αδύναμα.
Κρατούν τις δυνάμεις τους
για την τελευταία τους
Αποστολή.
Μένουν κρυμμένα
σε αόρατες θέσεις
και περιμένουν.
Να κοιμηθούν:
οι χορτάτοι από εφτά είδη φιλιών
οι χορτάτοι από αργοπορημένα χάδια
οι γεμάτοι αόρατες αγκαλιές
Τότε:
με αργό και αθόρυβο πέταγμα,
δεν μπορούν πια να κάνουν ζζζζζζζ,
σχεδόν ζαλισμένα
από το βάρος της τεράστιας ευθύνης
του τελευταίου τους πετάγματος
φιλούν στο μάγουλο
τους χορτάτους από εφτά είδη φιλιών
τους χορτάτους από αργοπορημένα χάδια
τους γεμάτους αόρατες αγκαλιές
μετά ξαπλώνουν
κάτω από το βάρος
του μάγουλου που φίλησαν
και
πεθαίνουν με πλήρη συνείδηση
της ευτυχίας που έχουν μεταφέρει.
να τις παρακολουθώ ήσυχα
καθιστή
κοντά στα αγαπημένα τους
εφετζίδικα λουλούδια
εκεί θα ξαποστάσουν
κουρασμένες από ένα πέταγμα
σκέτη υπεροψία
για την ομορφιά των φτερών τους
μπορώ να περιμένω πολλές ώρες
με ένα μπουκάλι μπλε οινόπνευμα,
φωτιστικό,
στο αριστερό χέρι
και έναν αναπτήρα
στο δεξί χέρι
στρίβω τσιγάρο περιμένοντας
σαν σε ραντεβού
που ανυπόμονα
φτάνεις πριν της ώρας σου
από αγάπη
περιμένω ακίνητη
μέχρι να κάτσει δίπλα μου,
η πιο όμορφη σε φτερά πεταλούδα
της φύσης
όταν κάθεται
στο πιο γυαλιστερό πράσινο φύλλο,
γιατί είναι ψηλομύτα
αστραπιαία
την πιτσιλάω με οινόπνευμα
και τσαφ
ανάβω το τσιγάρο της νίκης μου
από τα ηλίθια φτερά της
μια αράχνη περαστική
με κοιτάει
και με καμαρώνει
Αράχνες
Φέρνουν γούρι.
Ξέρουν να πλέκουν.
Τα πλεκτά τους είναι παγίδες.
Αόρατες παγίδες.
Για βιαστικά και απρόσεκτα πετούμενα.
Η αράχνη.
Τα ζηλεύει.
Γιατί έχουν φτερά.
Τα μισεί.
Γιατί αγνοούν την τύχη τους
έστω για ένα τυχαίο και άσκοπο πέταγμα
σ’ αυτή τη σκατένια ζωή.
Είναι καταδικασμένη
να κάνει μπάντζι – τζάμπινγκ
για την ψευδαίσθηση
ενός:
αγχωμένου πετάγματος
με καθορισμένη τροχιά και χρονικούς περιορισμούς,
από τον κατασκευαστή του λάστιχου
που βγαίνει από την κοιλιά της.
Ξεκουράζεται δήθεν αθώα,
ακίνητη
στο αόρατο έργο τέχνης
που έπλεξε χαραμίζοντας
σπάταλα τον ιστό της.
Μετά.
Περπατάει
ανεπαίσθητα γρήγορα
πάνω στο αόρατο πλεκτό της
και τρώει
τους
δήθεν αθώους,
ιπτάμενους
εχθρούς της.
Κατσαρίδες
Τις αγαπώ.
Γιατί είναι οι ΠΙΟ
κατατρεγμένες.
Σαν τέτοιες,
είναι οι ΠΙΟ δυνατές.
Αντέχουν:
Τον χημικό πόλεμο
των γελοίων
που τσιγκουνεύονται
μερικούς κόκκους ζάχαρης,
λίγες στάλες αλεύρι,
και μερικές γλυψιές
από τις χιλιάδες λιχουδιές τους.
Τις δολοφονούν
με χυδαίους τρόπους,
στο όνομα μιας ηλίθιας καθαριότητας,
μιας πλαστής υγιεινής.
Κάνοντας τα στραβά μάτια,
στις δικές τους σιχαμένες
αρρώστιες και βρομιές.
Οι κατσαρίδες:
Τρέχουν
πολύ γρήγορα.
Για να ξεφύγουν.
Σαν τους αδικημένους.
Γι’ αυτό κάνουν προπόνηση
όταν κοιμάστε.
Το βράδυ, ακόμη,
γλεντούν,
κλέβοντας,
το υπερπλεόνασμα
πλουσίων
και
φτωχών
εχθρών.
Τη μέρα κοιμούνται
κουρασμένες και
κρυμμένες.
Ξεγλιστρούν
συχνά,
κάτω από σόλα σας.
Αν όμως είστε τόσο κακοί,
που τις λιώσετε με:
μια γελοία παντόφλα,
ένα σκαρπίνι ή μια γόβα,
αυτές,
ξανθές ή μελαχρινές,
μεγάλες ή μικρές,
ξέρουν με το κρατς,
του θανάτου τους,
να σας ανατριχιάσουν πατόκορφα,
να σας κάνουν νιώσετε σιχασιά
και
για εκδίκηση
ξέρουν ακόμη καλά
να σας αναγκάσουν
να σιχαθείτε λίγο ακόμη,
ξεκολλώντας τες
από τη σόλα
σας,
με ένα τρίψιμο του παπουτσιού στο κράσπεδο
αν είστε έξω
ή
καθαρίζοντας την παντόφλα με χαρτί κουζίνας
αν είστε σπίτι,
το πιο συνηθισμένο.
Οι πιο καλοί μου φίλοι,
μοιράζονται τα λιγοστά φαγιά
των ντουλαπιών
και των συρταριών,
με τις κατσαρίδες.
Όχι τόσο από καλοσύνη,
μα γιατί η λίγη δύναμη,
για μερικές ακόμη ήττες,
είναι ταγμένη
σε μάχες,
με πλάσματα που τους τρώνε
με τεράστιες αόρατες μπούκες
το φαγητό τους,
ασταμάτητα.
Αλογάκι της παναγιάς
Καταδικασμένο να μένει,
εκτός της εύνοιάς μου.
Λόγω ονόματος.
Αφού είναι της παναγιάς,
ας το προσέξει εκείνη.
Πράσινο και σιχαμένο.
Λεπτό και ψηλό.
Κάπως ευαίσθητο.
Όταν το συναντώ με το βλέμμα,
λέω “αι στο διάολο χριστιανικό έντομο”
και κοιτάω αλλού