Tα κορίτσια της βάρδιας 6.00 – 3.00

Θα μας δεις στη μικρή βοτσαλωτή παραλία. Τα μεσημέρια ντάλα ήλιο. Μετά τη δουλειά. Όχι για ηλιοθεραπεία και «μπάνια». Για ύπνο και κολύμπι. Φτάνουμε βρώμικες, νυσταγμένες και συνήθως πονάει η πλάτη, τα χέρια ή τα πόδια μας. Είμαστε εδώ γιατί δεν αντέχουμε τα δωμάτιά μας. Ντρεπόμαστε να τα πατήσουμε που λένε. Είμαστε τα κορίτσια της πρωινής βάρδιας. 
Θα μας καταλάβεις εύκολα. Είμαστε ριγμένες στα βότσαλα – όχι ξαπλωμένες όμορφα σαν τις ταινίες και τα περιοδικά. Μερικές κοιμόμαστε ανάσκελα, σαν να μας πυροβόλησε το αφεντικό μας φάτσα με φάτσα. Άλλες μπρούμυτα, από πισώπλατη σπρωξιά. Πέφτοντας χτυπήσαμε το κεφάλι σε μυτερή πέτρα. Όταν ο ύπνος βαραίνει γυρνάμε στο πλάι  Καμιά φορά το ένα στήθος γλιστρά έξω από το μαγιό. Δεν το ξέρουμε μέσα στον ύπνο μας κι όταν το καταλαβαίνουμε δεν μας νοιάζει. Το τακτοποιούμε στη θέση του με οικειότητα, όπως θα έβαζες ένα ξυσμένο μολύβι πίσω στο λαστιχάκι της κασετίνας σου. 
Συνήθως μας ξυπνάει μια κλωστή σάλιου που τρέχει από το στόμα ή σταγόνες ιδρώτα που κυλούν σε εσοχές και εξοχές που κορμιού, ελάχιστα εξερευνημένες από οποιονδήποτε. Ότι δηλαδή μπορεί να βρέξει έναν ύπνο. Μας ξυπνάει.
Τότε σκασμένες από ζέστη και χορτάτες από ύπνο βουτάμε. Κολυμπάμε δυνατά γιατί είμαστε δυνατές. Χανόμαστε για καμιά ωρίτσα στον ορίζοντα. Δεν μας έχει κανείς «στο νου του», καθώς μετατρεπόμαστε σε μια τελεία που εξαφανίζεται στα βαθιά. Μετά έξω λαχανιασμένες. 
Σκουπιζόμαστε σαν να ήμασταν σπίτι μας με μικρές πετσέτες. Δεν τυλιγόμαστε σε μεγάλες πετσέτες.
Ο άτσαλος ύπνος στον καυτό ύπνο κάνει το μαύρισμά μας αστείο. Μοιάζουμε με τις μπάσταρδες σκύλες τις πλατείας.
Μετά.

Καπνίζουμε ξαπλωμένες ανάσκελα, ακουμπισμένες στους αγκώνες μας και τα πόδια λυγισμένα έτσι ώστε από το κενό ανάμεσα στα μπούτια μας σε σχήμα αμυγδάλου, να φεύγει ο καπνός και το βλέμμα προς τη θάλασσα. Μαζεύουμε την πετσέτα, τα τσιγάρα, τα κομμάτια μας και φεύγουμε. Αύριο πάλι εκεί θα μας βρεις.

Κείμενο και φωτογραφία Στεφ