“10 μέρες άδεια”, μικρό μικρό διήγημα

   

Λάδι σε μουσαμά που σκίζεται


Η κυρία Ειρήνη ήρθε από τη Σκύδρα στην Θεσσαλονίκη με δύο  στήθη πριν δέκα μέρες. 


    Πριν από το ταξίδι αυτό είχε γεννηθεί, είχε μεγαλώσει σαν τα περισσότερα κοριτσάκια στο χωριό, είχε παντρευτεί και είχε κάνει και τρία παιδιά, δυο κόρες κι ένα γιο. Μην ξέροντας τι άλλο να τα κάνει, τα μεγάλωσε, τα πάντρεψε κι αυτά, μετά έθαψε τον άντρα της και τα τελευταία 5 χρόνια ζει μόνη της στο σπίτι.

    Ζει θα πει: Φροντίζει την πάστρα του σπιτιού και τον μπαξέ της αξημέρωτα  – δεν έχει ύπνο… Μετά:  πίνει 2 καφέδες. Έναν με τις φίλες της στις 10.00 το πρωί κι έναν στις 4.00 το μεσημέρι μόνη. Στο ενδιάμεσο πασκίζει να θυμηθεί τι κάνει, δεν θυμάται, «ά, ναι μωρέ τρώγω και τον παίρνω για λίγο». «Μέχρι το βράδυ, κορίτσι μου είναι σαν τιμωρία». Δεν περνούν οι ώρες, δεν καλοβλέπει να πλέξει και μέχρι και το κουτσομπολιό με την γειτόνισσα που την αγαπάει και πολύ κιόλας, το μπούχτισε. Το βράδυ: γκρινιάζει (από συνήθεια) στα παιδιά της που είναι αχάριστα, τηλεφωνικά και κοιμάται. Τους κλείνει απότομα το τηλέφωνο νευριασμένη, ούτε ξέρει γιατί. Αυτό κάθε μέρα. « 5 χρόνια τα ίδια και τα ίδια κορίτσι μου»

    Τώρα αποχαιρετιζόμαστε. Η γνωριμία μας κράτησε 2 μέρες. Σε χώρους όπου ο πόνος κάνει κουμάντο οι άνθρωποι αγαπιούνται  πολύ εύκολα. Έτσι αγαπηθήκαμε κι εμείς. Μια  νεαρή (έτσι λένε τις 40άρες οι γέροι, νεαρές) και μια γριά (έτσι λένε τις 70άρες οι νεαρές, γριές).

    Της έσπαγα τα νεύρα, από τα πρώτα 5 λεπτά που βρεθήκαμε μαζί στο θάλαμο. Δεν της μιλούσα και άκουγα τις ιστορίες ενώ σκεφτόμουν  όνειρα κατά παραγγελία, κοιτώντας τον λευκό τοίχο. Βουβή. «Δεν είσαι ευγενικιά κορίτσι μου», μου έλεγε. Της χαμογελούσα τότε και σκεφτόμουν από μέσα μου: «Μας έπρηξες κωλόγρια».

    Αλλά: της έφερνα καφέδες κρυφά από τους γιατρούς και μου έσιαζε το τσαλακωμένο μου σακάκι όταν περνούσα από δίπλα της. Αλλά: μου κρατούσε το χέρι για να σηκωθεί κι αν έκανε βόλτα την ώρα που με είχε πάρει για λίγο ο ύπνος μου έσιαζε το μαξιλάρι.

    Μετά το βράδυ παραμιλούσε και το σώμα της την ξεφτίλιζε άσχημα. Έκανε πως κοιμάται από ντροπή. Έκανε τα στραβά μάτια στην ίδια της την ξεφτίλα . «Ντρέπομαι παιδί μου χωρίς συνοδό». Σιωπή και χαρτοβάμβακας κατά της ξεφτίλας.

    Από βραδύς είχε ετοιμάσει χαρούμενη τη βαλίτσα της. Αύριο εξιτήριο. Σπίτι μου σπιτάκι μου έλεγε και ξανάλεγε. Εκεί ανακάλυψε πως της είχαν τελειώσει τα καθαρά βρακιά. «Ντροπή κορίτσι μου να γυρίσω με βρώμικο βρακί σπίτι». Να πας να μου πάρεις. Μου τα ζάλισε, με το βρακί, πρέπει να ήμουν η πρώτη στη Θεσσαλονίκη που αγόρασε βρακί εκείνη τη μέρα. Το χάρηκε πολύ. Έχεις ωραίο γούστο στα βρακιά μου είπε, αν ήξερα ότι θα έπαιρνες τόσο ωραίο θα ζητούσα τρία. Πήγα για καφέ, της έφερα άλλα δυο.

    Η κυρία Ειρήνη έφευγε για τη Σκύδρα. Με ένα στήθος και καθαρό βρακί . Με ταξί. Χωρίς συνοδό.

    Στο τελευταίο «γεια» μου είπε μονοκοπανιά: «Εδώ κορίτσι μου πέρασα πολύ ωραία, ήταν όλοι πολύ καλοί, ευγενικοί και τι όμορφα μου μιλούσαν τα κορίτσια και οι γιατροί. Και όλο γελούσαν. Και το φαγητό μου πολύ νόστιμο και στην ώρα του και τα σεντόνια, άσπρα άσπρα και καθαρά. Και γνώρισα ένα σωρό κόσμο και σένα, τη μαμά σου και τον μπαμπά σου. Εδώ κορίτσι μου πως να στο πω, ήταν σαν να πήρα άδεια από τη ζωή μου.»

Κείμενο και ζωγραφική: Στεφ