φίλες

τα πόδια μου δεν ακουμπούν στη γη. Έχω ψηλώσει μέχρι εκείνο το μοβ σύννεφο που κοιτούσαμε μαζί χτες. Το πιο ψηλό. Θέλω να χορέψω, χοροπηδάω βγάζοντας αόρατες τσιρίδες. Ένα όνειρό μου, είναι στα χέρια μου, ζεστό σαν ευτυχία, απαλό σαν φύλλο μολόχας τον Απρίλη και μυρίζει παντού σοκολάτα. Είσαι η πρώτη μου σκέψη. Σου τηλεφωνώ και με βρίζεις γελώντας. Νιώθω υπέροχα και σε βρίζω κι εγώ, ενώ ακούω τα κουδουνάκια της χαράς. Γελάμε δυνατά λέγοντας ότι βρισιά ξέρουμε και δεν ξέρουμε. Όλα είναι υπέροχα. Κανονίζουμε να βρεθούμε. Η αγκαλιά σου είναι στα μέτρα μου. Η χαρά μου είναι τώρα γιγάντια γιατί την ακούμπησες. Είναι αληθινή γιατί την είδες. Μπαίνει στο σακούλι του κόσμου με τις χαρές που μοιράστηκαν. Και το σακούλι σκίζεται και όλος ο κόσμος γελάει για μια στιγμή.  Εσύ το έκανες αυτό.

θέλω να μικρύνω, να φτάσω σε ύψος τα χνούδια του πατώματος. Να κάτσω σε μια γωνιά, κατά προτίμηση στο ημίφως και αφού κλάψω για άπειρες ώρες, ακίνητη να μείνω εκεί για πάντα. Εκεί, καθώς μικραίνω – έχω φτάσει στο ύψος του σκαμπό, με ακουμπάει η σκέψη σου. Και η θέλησή μου για μηδενισμό, μηδενίζεται. Σου τηλεφωνώ και με βρίζεις. Νιώθω χάλια και σε βρίζω κι εγώ, ενώ παράφωνα βιολιά τσιρίζουν πλάι στο αυτί μου. Κλαίμε σιγανά, λέγοντας ότι βρισιά ξέρουμε και δεν ξέρουμε. ‘Όλα μοιάζουν με κλοτσημένο παζλ 5000 κομματιών. Κανονίζουμε να βρεθούμε. Η αγκαλιά σου είναι στα μέτρα μου. Η λύπη μου, μίκραινε γιατί της μίλησες. Έφυγε γιατί την φύσηξες. Ένας κόκκος άμμου, η λύπη, που τον πήρε ο αέρας και τον πάει στη έρημο της Αφρικής όπου μαζεύονται οι λύπες που μοιράστηκαν.
ξεχνάω καμιά φορά ποια είμαι, όταν η καθημερινότητα κυλάει ήσυχα, σχεδόν βουβή, αλλοιώνοντας ύπουλα τη σκέψη μου, ναρκώνοντας τα όνειρά μου. Υπνωτισμένη με πηγαινοφέρνει στου κόσμου τις δουλειές. Έχω το κανονικό μου μπόι, όπως με γέννησε η μάνα μου. Κάθε σκέψη που μπορεί να κάνει τα πόδια μου να χάσουν επαφή με το έδαφος, να με κάνει να αιωρηθώ, αυτήν την αίσθηση που τόσο λατρεύω, την διώχνω, όπως διώχνει κάποιος μια μύγα που έχει κάτσει στη μύτη του. Μου τηλεφωνείς, με ακούς ήρεμη, τακτοποιημένη και με βρίζεις. Σε βρίζω κι εγώ, με προσποιητό τακτ και βγαίνω από το λήθαργο. Βριζόμαστε όπως πρέπει. Κανονίζουμε να βρεθούμε. Με εξετάζεις αυστηρά στο μάθημα: «Λέω δυνατά τα όνειρά μου» και με βοηθάς να κάνω επανάληψη. Με αφήνεις να γυρίσω σπίτι μόνο όταν είσαι σίγουρη πως ίπταμαι.