“ΚΑΠΝΟΣ”

         

φώτο: Merkushev Vasiliy, Shutterstock

                     

Τελευταία μέρα του Φλεβάρη. Στην κορυφή του ψηλότερου λόφου στέκεται. Ο ουρανός πίσω της γαλάζιος σαν αραιωμένο οινόπνευμα. Τα σύννεφα, άσπρες κλωστές. Λεπτή, μα ακλόνητη στο φύσημα του κρύου αέρα. Τα μάγουλά της, μοιάζουν ζωγραφισμένα, έτσι όπως με τόση σαφήνεια διαγράφονται, δυο ροζ κύκλοι, στα κατάλευκα μάγουλά της. Τα μάτια της, κοφτερές λάμες, απροσδιόριστα και αστείρευτα θαρρείς γελαστά. Το πιο μικρό της χαμόγελο, εκπέμπει μια δύναμη ισχυρότερη κι από τρανταχτό γέλιο μωρού. Τα μέλη του σώματός της, ξεπροβάλλουν από το γκρι σαν χλαίνη παλτό της, αναδίδοντας την ίδια τρυφερή δροσιά με το πρώτο χορτάρι της άνοιξης, που περιβάλλει τα γωνιώδη, γκρι κι αυτά,  βράχια του χωριού.
Έτσι όπως ακίνητη στέκεται εκεί ψηλά, είναι η ίδια η δύναμη. Αν κάνει μια δρασκελιά στον αέρα, μπορεί να φτάσει στην άλλη άκρη του κόσμου. Το ξέρει. Είναι σίγουρη. Γι’ αυτό τα μάτια της είναι λάμες ξυραφιών. Γι’ αυτό κάθε κομμάτι της όσο κι αν το αποκόψεις από τα υπόλοιπα, γελάει.
Την λένε Ήρα και δεν έχει ζηλέψει ποτέ.
Είναι 17 χρονών. Τελείωσε με καθαρό εικοσάρι το Λύκειο. Μηχανογραφικό δεν συμπλήρωσε. Δεν της άρεζε η λέξη. Αύριο ανοίγει το χυτήριο.
Η Ήρα ήξερε να φτιάχνει λίθινες μήτρες.
Η Ήρα ήξερε να χύνει το ατσάλι.
Θυμάται. Πριν το σχολείο, να τρέχει στο χυτήριο. Ο πατέρες της εκεί. Πλάι στο καμίνι. Της γνέφει «σε περίμενα». Της λέει: «Το πιο βαρύ ξύλο δικό σου». Η Ήρα βάζει όλη τη μικρή της δύναμη και σηκώνει το τεράστιο ξύλο. Το τοποθετεί στο καμίνι, πάνω από μικρότερα ξύλα που με τη σειρά τους ξαπλώνουν σε ένα παχύ αχυρένιο στρώμα. Ανάβει ένα σπίρτο, ευλαβικά και ακουμπά το άχυρο. Πλημμύρα πίστης. Φωτιά.
Τρέξιμο. Πάντα τα κατάφερνε. Ακριβώς μετά το αμήν.  Έμπαινε λαχανιασμένη στην αυλή. «Γλυτώσαμε άλλο ένα πάτερ ημών», σκεφτόταν και χαμογελούσε. Ολόκληρη. Το σχολείο παραήταν εύκολο. Μετά σπίτι. Ένα πιάτο φαγητό πλάι στο καμίνι. Η μαμά.
Διάβασμα δίπλα στο καμίνι. Γράψιμο δίπλα στο καμίνι. Γρήγορα. Χωρίς ανάσα. Ιδρωμένη σε κάθε εποχή. Για να προλάβει να πιάσει το καλέμι για πολλή ώρα. Απαλά, αργά. Να χαϊδέψει τις πέτρες με την ησυχία της. Να σκαλίσει καλούπια.
Οι πέτρες είναι σκληρές. Σαν τα χέρια του μπαμπά της.
Σκάλιζε μέσα τους καρδιές. Καλούπια τα έλεγε ο μπαμπάς. Μήτρες ο δάσκαλος. Σκαλιστές πέτρες η Ήρα, που γεννούσαν καρδιές. Καρδιές από ατσάλι.
Γιατί η Ήρα ήξερε να χύνει το ατσάλι.
Αν είσαι σκληρός σαν πέτρα και η καρδιά σου είναι από ατσάλι μπορείς ν’ αγαπάς πολύ δυνατά. Γιατί μια ατσάλινη καρδιά αντέχει πολλά χτυπήματα. Σχεδόν δεν σπάει.
Η Ήρα έφτιαχνε μια ατσάλινη καρδιά κάθε μέρα. Από τότε που έγινε τεσσάρων. Μια τελευταία μέρα του Φλεβάρη. Την είχε πάει στον πιο ψηλό λόφο ο μπαμπάς. «Μην κλαίς πια» της είπε. «Πριν φύγει η μαμά, είπε ότι σ’ αφήνει να δουλέψεις στο χυτήριο μαζί μου. Από αύριο».
1 ατσάλινη καρδιά τη μέρα. 365 ατσάλινες καρδιές τον χρόνο. Και την τελευταία μέρα κάθε Φλεβάρη ανέβαιναν ψηλά στο λόφο. Μήπως φανεί η μαμά να έρχεται, από κει μακριά, στο βάθος του ορίζοντα. Σαν να διαβάζεις ξανά και ξανά το αγαπημένο σου βιβλίο με κακό τέλος, πιστεύοντας κάθε φορά, πως το τέλος θα αλλάξει. Μα κάθε φορά, το κακό τέλος είναι εκεί, ίδιο και απαράλλαχτο. Και πάντα πονάς το ίδιο με την πρώτη φορά και ίσως λίγο πιο πολύ. Γιατί ο Ρωμαίος δεν είδε τα βλέφαρα της Ιουλιέττας, ανεπαίσθητα να τρεμοπαίζουν.
Ο μπαμπάς έφυγε μόλις τελείωσε το σχολείο. Έτσι είπαν στο χωριό. Δεν έλεγαν τη λέξη πέθανε. Η Ήρα ήξερε πως είχε γίνει κι αυτός καπνός, όπως η μαμά. Κι αυτό της έφτανε.
Το σπίτι δεν το νοίκιασε. Δεν το πούλησε. Δεν το άφησε κλειστό να ρημάζει. Το χάρισε στην Έλλη. Που την έδιωξαν από το σπίτι της γιατί ήθελε μόνο να γράφει ποιήματα. Στο χωριό. Η Έλλη μισούσε την πόλη.
Η Ήρα έμενε από πάντα στο χυτήριο έτσι κι αλλιώς. Απλά τώρα δεν χρειαζόταν να κοιμάται τα βράδια αλλού. Κι έφτιαχνε με μανία καρδιές. Ατσάλινες.
Πήραν όλοι στο χωριό από μια. Να ζήσει το ορφανό. Κι έτσι εξάντλησαν την καλοσύνη της αληθινής τους καρδιάς.
Η Ήρα έλαμπε.
Το φαγητό της κάθε μέρα δίπλα στο καμίνι. Πάνω σε ένα χαρτί με ένα ποίημα.  Η Έλλη. Η Ήρα έτρωγε με όρεξη ανθρώπου το φαγητό και όρεξη γίγαντα το ποίημα.
Οι ατσάλινες καρδιές, γεννημένες από πέτρες σκληρές, σκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο. Όλοι ήθελαν μια καρδιά από ατσάλι.
Τα χέρια της λέπταιναν συνεχώς και γίνονταν όλο και πιο σκληρά. Σαν πέτρες. Μα με μια τρυφερή δροσιά να τα τυλίγει, πάντα. Τον ιδρώτα της. Που μύριζε ατσάλι.
Βαρέθηκε πολλές – πολλές φορές να κοιτάξει το «υπόλοιπο» του λογαριασμού της στην τράπεζα. Έτσι δεν ήξερε ότι ήταν πλούσια.
Έδινε την κάρτα της με τον κωδικό σε αυτοκόλλητο πάνω της, σε όποιον από το χωριό είχε ανάγκη και το ζητούσε. Η ίδια, ανάληψη έκανε μόνο για ν’ αγοράσει ατσάλι. Καμιά φορά σαν βάδιζε προς το λόφο, να πάει να κόψει ξύλα άκουγε τη λέξη τρελή. Αλλά δεν ήξερε να έχουν τρελή στο χωριό. Όλο ήθελε να ρωτήσει την Έλλη μα ξεχνιόταν.
Η Ήρα έφτιαχνε με μανία καρδιές. Ατσάλινες. Τα πρώτα τρία χρόνια, της ζητούσαν δειλά – δειλά την κάρτα όταν προέκυπτε κάποια στ’ αλήθεια σοβαρή ανάγκη. Αρρώστια, αν είχαν καεί τα χωράφια, αν είχαν πλημμύρες, αναποδιές στη δουλειά…
Η Ήρα έκανε τη μέρα, χρόνο. 365 καρδιές τη μέρα. Έτσι στα 21 της ήταν 133.245 χιλιάδες χρονών.
Οι εκπτώσεις δεν άργησαν να συμβούν. Έτσι βαφτίστηκε ανάγκη, εκείνο το ταξίδι στο Παρίσι που πάντα ήθελε η κυρία Μαίρη, το καινούριο αμάξι «μην σκοτωθούμε καμιά ώρα με το σαράβαλο» που γυάλιζε στον κύριο Μάνο, οι βόλτες για ψώνια στην πόλη «τίποτε δεν βρίσκεις πια εδώ», μια γυναίκα από το διπλανό χωριό να κάνει τις δουλειές τους σπιτιού, τα κόκκινα λουστρίνια της Ιωάννας…
Η Ήρα άκουγε τις διηγήσεις τους από τις βόλτες και τις εκδρομές, ιστορίες από βιβλία που διάβαζαν τώρα στον ελεύθερο χρόνο τους οι νοικοκυρές (μπεστ σέλλερς παρακαλώ), θαύμαζε τα όμορφα ρούχα τους, τα παπούτσια, τις τσάντες, άκουγε πόσο καλά λειτουργούσε το καινούριο ψυγείο, ο φούρνος, πόσο λεπτή η οθόνη της νέας τηλεόρασης, πόσο γρήγορο το ιντερνέτ… Ανάγκες…
Δεν της έφερναν δώρα, το είχαν συζητήσει στην πλατεία. «Αααα όλα κι όλα. Αν ήθελε, μπορούσε να έχει τα πάντα. Τόσο χρήμα περνάει από τα χέρια της». Η Ήρα γελούσε ολόκληρη ακούγοντας, και έχυνε το ατσάλι. Δεν ζήλευε τίποτα. Ποτέ.
Η Ήρα έκανε τη μια μέρα 7 χρόνια. 2.555 ατσάλινες καρδιές τη μέρα. 2.555 χρόνια μεγαλύτερη κάθε μέρα. Γελαστή τόσο, που αν έβγαινε στη μέση μιας σκηνής τσίρκου, εξασφάλιζε ευφορία σε όλους τους θεατές για όλη την παράσταση. Με μάτια που έκοβαν σαν ολοκαίνουρια ξυράφια. Καλοακονισμένα.
Στα 22 της ήταν 932.575 χρονών. Στην ηλικία αυτή της είπαν στην τράπεζα ότι : «Λυπόμαστε, ο λογαριασμός σας είναι μηδενικός». Και έτσι η Ήρα δεν μπορούσε για πρώτη φορά ν’ αγοράσει ατσάλι.
Πήγε στην Έλλη. Την είδε να παίζει με την κόρη της στον κήπο. Της διάβαζε το τελευταίο της ποίημα, παίζοντας κουτσό.
«Σου έφτιαξα κολοκυθάκια με το κρέας αυγολέμονοοοοοοοο», φώναξε δυνατά η Έλλη.
Το ήξερε η Ήρα. Η Έλλη δεν είχε λεφτά. Ήταν η μόνη που δεν χρειάστηκε ποτέ την κάρτα της. Είχε λέξεις. Μα με τις λέξεις πώς να πάρεις ατσάλι;
«Ευχαριστώ» ψέλλισε η Ήρα, η Ήρα που δεν έχει ζηλέψει ποτέ.
Πήγε σε όλους στο χωριό. Κανείς δεν είχε χρόνο για να την ακούσει. Άκουσε πολλές φορές τη λέξη τρελή. Είχαν όλοι βρει τρόπο να έχουν για πάντα λεφτά. Ο τρόπος ήταν απλός. Να μην δίνουν.
« Σε λίγα μόνο χρόνια έφαγες μια περιουσία» τη μάλωσε η Ιωάννα και ξεσκόνισε το κόκκινο λουστρίνι της.
Η Ήρα έπαψε από τη μέρα εκείνη να τρώγει το φαγητό πλάι στο καμίνι. Το πετούσε στη φωτιά να μην λυπηθεί η Έλλη που μένει νηστικιά. Διάβαζε μόνο το ποίημα, ανόρεχτα.
Η Ήρα είχε σκαλίσει πολλές καρδιές σε πέτρες σκληρές.
Η Ήρα δεν μπορούσε πια να χύσει το ατσάλι.
Τελευταία μέρα του Φλεβάρη.
Η Ήρα κίνησε για το λόφο.
Της φαινόταν πολύ μακρινός.
Σαν έφτασε στη βάση του κουράστηκε ξαφνικά τόσο πολύ. Ήταν άλλωστε 932.575 χρονών. Ήξερε πια πολύ καλά, ότι όταν λένε έφυγε, εννοούν πέθανε. Δεν υπάρχει λόγος να κουραστεί πιότερο για να ανέβει ψηλά. Το ξέρει, δεν θα γυρίσει πίσω. Το έχει παραδιαβάσει το βιβλίο τούτο.
Κουλουριάστηκε στη βάση του λόφου. Ό, τι και να κοιτούσες πάνω της ήταν λυπημένο. Οι άκρες των χειλιών της πιότερο απ’ όλα. Η βάση του λαιμού της έκλαιγε με αναφιλητά. Οι χούφτες της αδειανές. Σαν τα μάτια της. Σκουριασμένες λάμες.
Αδύνατη μα και αδύναμη πια. Το μικρό «α» που γυρόφερνε από καιρό την δύναμή της, κόλλησε μπροστά στο «δ» και έκανε την δύναμή της αδύναμη, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να το ξεκολλήσει. Ούτε η Έλλη. Το δέρμα της έγινε τραχύ σε 2 στιγμές μόνο, όταν κατάλαβε για τα καλά πως δεν θα μπορούσε πια να χύσει το ατσάλι. Χορτάρι δεν ξαναφύτρωσε στο χωριό, από εκδίκηση. Τα μάγουλά της λευκά. «Πώς σβήνουν οι ζωγράφοι το ροζ;»
Η Ήρα γύρισε στο χυτήριο.
Έστρωσε το άχυρο, στο καμίνι.
Λεπτά ξύλα από πάνω.
«Το τελευταίο, το πιο χοντρό ξύλο δικό σου.»
Ξάπλωσε.
Σπίρτο.
Τσαφ.
Η Ήρα ζήλευε πολύ.
Ζήλευε αυτούς που έχυναν το ατσάλι.
Καιγόταν από ζήλια.
Η Ήρα έγινε καπνός.
Το χωριό δεν την έψαξε.
Η Έλλη έκλαψε, πήρε τη μικρή και έφυγε.
Πούλησε τα ποιήματά της και έζησε στο κέντρο της μεγαλύτερης πόλης του κόσμου. 

Σαν τιμωρία.

Αυτή είναι η μικρή ιστορία της Ήρας, που δολοφονήθηκε στο χωριό της σε ηλικία εννιακοσίων τριάντα δύο χιλιάδων, πεντακοσίων εβδομήντα πέντε ετών. Από Ανάγκες.
Στεφ