“Το φλιτζανάκι του καφέ που ήθελε να είναι κοχύλι”, ένα πολύ πολύ πολύ παλιό διήγημα


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να ‘μουν κοχύλι. Η πρώτη μου ανάμνηση; Μάλλον όταν μ’ έβγαλαν από τη μαύρη μαυρίλα του καλουπιού μου. Ένιωσα υπέροχα. Ελευθερία, άπλα, δροσιά. Σαν ένα κοχύλι στην άμμο, κάτω από μια μεγάλη πέτρα, που ένα παιδί  ελευθερώνει, βάζοντας όλη τη μικρή του δύναμη, σηκώνοντας την πέτρα και ρίχνοντάς το στη θάλασσα. Λίγο μετά το ξεκαλούπωμα, κλείστηκα σε κουτί με πέντε ομοίους μου και τα πιατάκια μας. Μαύρη μαυρίλα και πάλι. Μετακίνηση, θόρυβος από γυαλικά που ακουμπιούνται μεταξύ τους. Κρακ-κρακ, ήχος από σπάσιμο. Λίγη ακόμη μετακίνηση. Άνοιγμα κουτιού.
Η πωλήτρια που ανέλαβε να ξεπακετάρει το φρέσκο εμπόρευμα, είπε βαριεστημένα μόλις είδε το υπόλοιπο σετ που είχε γίνει κομμάτια:  «Πάλι σπασμένα φλιτζανάκια; Ένα μόνο ακέραιο. Βάλτο στο ράφι με τα αταίριαστα».
Μάης ήταν. Το συνοικιακό υαλοπωλείο έφτιαχνε βιτρίνα καλοκαιρινή. Χωρίς εμένα. Όλοι οι όμοιοί μου και τα πιατάκια μας είχαν γίνει κομμάτια. Ήταν από ώρα στα σκουπίδια. Εγώ, στο ράφι με τα αταίριαστα. Δίπλα σ’ ένα καλάθι με σπασμένα κοχύλια που σιγομουρμούριζαν ιστορίες για όμορφες απέραντες ακτές, για τον βυθό και τα πλάσματα της θάλασσας. Έβαζα τα δυνατά μου για ν’ακούσω. Βλέπεις τα καλύτερα σημεία απ’ τις ιστορίες τους, τα έλεγαν ψιθυριστά. Σαν μυστικά. Άκουσα πολλά. Για το χάδι του κύματος, για την σιωπή του βυθού, για τη χαρά της κοπέλας που σε βρίσκει και σε κάνει σκουλαρίκι. Και άλλα ακόμη. Τα κοχύλια ήταν όμορφα και σπασμένα. Τα φλιτζανάκια του καφέ, σπασμένα ήταν σκουπίδια. Σίγουρα ήθελα να γίνω κοχύλι. Ο τρόπος; Κάπου καλά κρυμμένος. Έπρεπε μόνο να μου φανερωθεί. Θα περίμενα. Κανείς δεν ενοχλεί όσους κάθονται στο ράφι με τα αταίριαστα. Ούτε καν το ξεσκονόπανο.
Ο τρόπος μου, ήταν εκείνη η κοπέλα. Κοκκίνισε μόλις άνοιξε τη γυάλινη πόρτα του μαγαζιού. Ντρεπόταν πολύ τις πωλήτριες γιατί την αντιμετώπιζαν με απαξίωση. Σαν να έγραφε στο μέτωπό της: δεν έχω λεφτά. Κι όμως, σήμερα, είχε πολλά λεφτά. Σε φακελάκια – δώρα γάμου. Από καλεσμένους που  δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν προτιμήσεις ή να ρισκάρουν πιθανές λάθος επιλογές. Κανείς δεν τους δώρισε φλιτζανάκια του καφέ. Εκείνη, λάτρευε τον καφέ. Λάτρευε και τα αταίριαστα. Με εντόπισε αμέσως. Με πήρε στα χέρια με προσοχή, απαλά, σαν κάτι πολύτιμο που έψαχνε καιρό.
–         «Αυτό έχει δύο ευρώ».
–         «Ορίστε, ευχαριστώ» .
Σε πλαστική σακούλα πήγε να με ρίξει η Δυοευρώ.
– «Ευχαριστώ θα το κρατήσω στο χέρι»  είπε εκείνη η κοπέλα. Τώρα είχε φλιτζανάκι του καφέ. Πάλλευκο. Πολύτιμο. Αταίριαστο. Μονάδα, όχι εξάδα.
Εκείνο το αγόρι, της έφτιαχνε καφέ μερικά πρωινά. Εκείνο το κορίτσι, σηκώνονταν νωχελικά απ’ το κρεβάτι και όταν μ’ έβλεπε σκεφτόταν: “λατρεύω τον καφέ”. Εκείνη η κοπέλα, κολυμπούσε στη θάλασσα της αγάπης και του του καφέ κι εγώ ήμουν το πάλλευκο κοχύλι της.
Σε λίγες μέρες, με πήραν μαζί τους σε θάλασσες αληθινές. Εκείνη, με τύλιξε στην πορτοκαλί της ζακέτα, μην σπάσω. Ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος των χρημάτων από τα φακελάκια, γιατί όταν τα κοιτούσαν, ένιωθαν σαν γιατροί που χρηματίζονται. Θα τα ξόδευαν σε εισιτήρια για τρένα και καράβια. Σε καφενεία κιτρινισμένα απ’ τον καιρό και το θυμιατό τσιγάρων των αγίων περαστικών. Σε ταβέρνες με καρό υφασμάτινα τραπεζομάντιλα και κόκκινα κρασιά. Σε καφέδες και μπύρες.
Στη θάλασσα. Βουτούσαν και βγαίνοντας κοιτούσαν τα δάχτυλά τους. Κοιτούσαν τις θαμπές βέρες τους. Αταίριαστες κι αυτές. Ετοίμαζε τον καφέ της τα πρωινά. Έβγαινε νωχελικά απ’ τη σκηνή και καθόταν στην ακροθαλασσιά μαζί μου. Έπινε τον καφέ της αργά. Μόνο μαζί μου. Τις νύχτες πάλι, ακουμπισμένο στην κρύα άμμο, φιλοξενούσα τη μπύρα της. Πέντε – δέκα – δεκαπέντε φλιτζανάκια του καφέ μπύρα. Κουβεντιάζοντας. Ονειροπολώντας.
Αξιοποιώντας το τελευταίο  φακελάκι, αγόρασαν εισιτήρια επιστροφής και το βράδυ ήπιαν πολλές μπύρες. Μέσα μου. Ζαλίστηκαν. Ήταν η ευκαιρία μου. Μετά τη τελευταία της γουλιά. Γλίστρησα λίγο παρακεί. Χώθηκα ελαφρώς κάτω από την άμμο. Εκείνοι μάζεψαν τα πράγματά τους βιαστικά το ξημέρωμα, με τη γλυκιά ζάλη της νύχτας στο κεφάλι. Δεν με είδαν. Είχα κρυφτεί καλά.
Έφυγαν τρεχάτοι να προλάβουν το πλοίο. Άλλη μια αγαπημένη συνήθεια εκείνης της κοπέλας . Να προφταίνει πλοία και τρένα και αεροπλάνα την τελευταία στιγμή. Λαχανιασμένη. Γελώντας. Αποφεύγοντας την βαρετή αναμονή της συνέπειας σε αποβάθρες και σταθμούς και αεροδρόμια. Παρατείνοντας το ταξίδι στο έπακρο. 
Επιτέλους ήμουν κοχύλι. Γιατί ήμουν γεμάτο άμμο. Γιατί άκουγα τον ήχο του απαλού κύματος που με δρόσιζε, να σιγοσκάει στην ακροθαλασσιά και να τραβιέται ήσυχα προς τα πίσω παρασύροντας την άμμο από κάτω μου. Το κύμα με χάιδευε και η άμμος με αγκάλιαζε. Έτσι ξεσκεπάστηκα και έλαμψα στο φως του φεγγαριού και του χαράματος συνάμα. Πάλλευκο.
Μόνο το πρωί κατάλαβα… Κάποιος πέρασε και με μάζεψε, Πιάνοντας με βιαστικά, άτσαλα, σαν κάτι κοινό.
«Μην σπάσει και κοπεί κανένα παιδί» είπε. Λίγα βήματα παραπέρα με πέταξε, στο πίσω μέρος της ακτής. Μαζί με άλλα σκουπίδια της παραλίας. Ελευθερία, άπλα, δροσιά, τέλος.
Με τον καιρό, κιτρίνισα. Από την παρέα με σκουριασμένα κουτάκια μπύρας. Από τον καυτό ήλιο που ανελέητα με κορόιδευε που άφησα εκείνη τη κοπέλα. Αν μπορούσε να κλάψει θα έκλαιγε, όταν ψαχούλεψε την άδεια πορτοκαλί ζακέτα. Πίνει τώρα πια καφέ, μόνο σε χρωματιστά φλιτζανάκια. Αταίριαστα. Εγώ υπήρξα κοχύλι, μόνο στην ψεύτικη θάλασσα από καφέ, εκείνης της κοπέλας.  Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.  Πάλλευκο. Πολύτιμο. Αταίριαστο.