Ο σκύλος που ήταν πιο έξυπνος από τον ταβερνιάρη

Το καλοκαίρι στην Πύλο, σε ένα από τα άπειρα πήγαινε- έλα, δωμάτιο- δουλειά, δωμάτιο- πλατεία, λατρεμένα πήγαινε- έλα, πάντα πάντα τους βλέπω μπροστά μου. Τον ταβερνιάρη και τον σκύλο. Όταν γύρίζω στην πόλη μετά από “τα καλοκαίρια μου”, το μυαλό μου είναι καθαρό και έτοιμο να αντέξει τον μισό και παραπάνω χειμώνα. Μετά μετράω μέρες, για να εργαστώ με την αυτονόητη αξιοπρέπεια (που τον χειμώνα είναι ζητούμενο), τους αγαπημένους μου συνεργάτες,  τα κεραμικά και τις τοιχογραφίες μου, τις θάλασσές μου. Αυτό το πρώτο μισό που κρατάει η χαρά μου, τα παραμύθια γράφονται παντελώς μόνα τους. Να ένα ακόμη! 

Εδώ μπορείτε να δείτε το βιντεάκι μας, με την μουσική επένδυση του Θανάση Ζλατάνου, την αφήγηση της Ελένης Κουρτίδου και το μοντάζ της Κατερίνα Ευθυμίου: https://www.youtube

Εδώ διαβάστε το κείμενο και δείτε τις ζωγραφιές, μια και το Bookstand πάντα δημοσίευε τα παραμύθια που αγάπησα: http://bookstand.gr

Ο σκύλος που ήταν πιο έξυπνος από τον ταβερνιάρη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ταβερνιάρης που είχε ένα σκύλο. Δεν ξέρω πότε ο ταβερνιάρης απέκτησε τον σκύλο, έτσι όμως που τους κοιτάζω καθώς πίνω άλλη μια παγωμένη μπύρα, νομίζω τον είχε από πάντα, όπως έχεις από πάντα κάτι που στ’ αλήθεια κάποτε, κάπως αργά, απέκτησες και αγάπησες πολύ. Τους βλέπω  χρόνια τώρα, εδώ που δουλεύω τα καλοκαίρια μου.

img070
Ο ταβερνιάρης είναι ξερακιανός και μικροκαμωμένος. Πηγαινοέρχεται ανέκφραστος τις περισσότερες μέρες ή με ένα κουρασμένο χαμόγελο τις ελάχιστες «καλές» του μέρες.  Ο σκύλος είναι ξαπλωμένος και τον παρακολουθεί με το βλέμμα του, ήρεμος κι ευτυχισμένος. Άλλες φορές βλέπω τον ταβερνιάρη  με  το μπλοκάκι που έχει για να γράφει τις παραγγελίες, άλλες να κουβαλάει νωχελικά 2-3 πιάτα – κάποτε κουβαλούσε πιάτα σε μορφή πύργου χτισμένου στον αριστερό βραχίονα του… Ο σκύλος του είναι πάντα ξαπλωμένος κοντά στην πόρτα και σαν πληρωμένος μπράβος «κόβει» τις κινήσεις των περαστικών κουνώντας μόνο το κεφάλι, και τον προστατεύει δήθεν. Άλλοτε πάλι ο ταβερνιάρης, στις αναδουλειές και στις «νεκρές ώρες», κάθεται και καπνίζει και καπνίζει, στο τραπεζάκι δίπλα στην είσοδο της ταβέρνας.  Ο σκύλος κάθεται στα πόδια του και είναι ευχαριστημένος που φυλάει καλά το αφεντικό του. Ξέρει πως κάνει καλά τη δουλειά του αυτή.
img078
Ο σκύλος είναι περήφανος και καλοφροντισμένος. Αρκετά βρώμικος για να μην είναι αχώνευτος, αρκετά καθαρός για να μην τον σιχαίνεσαι. Δεν γυρνάει ανάμεσα στα τραπέζια σαν ζήτουλας να του ρίχνουν κόκαλα, ψωμιά ή τηγανιτές πατάτες οι φιλόζωοι και τα παιδιά. Τρώει κάθε μέρα την ίδια ώρα, στις 7 το πρωί και στις 7 το απόγευμα ό,τι με αγάπη και χωρίς υπερβολή τού έχει ετοιμάσει ο ταβερνιάρης. Τις άλλες ώρες πίνει νερό από το πλαστικό του κουπάκι, πρώην δοχείο Βιτάμ για γίγαντες, που μια φορά τη μέρα ο ταβερνιάρης το εφοδιάζει με φρέσκο νερό. Στο ενδιάμεσο γαβγίζει αραιά και πού σε αόρατους εχθρούς, πουλάκια, μυρίζει τα λιγοστά φυτά που είναι φυτεμένα σε παλιούς τενεκέδες από τυρί ή ελιές στις πλάκες του πεζοδρομίου, κυνηγάει καμιά μέλισσα ή κάποια μύγα, έντομα που δεν γουστάρει καθόλου ο ταβερνιάρης, και είναι πολύ αστείος αν τον βλέπεις από μακριά, είναι σαν να παλεύει με κάτι αόρατο και υπαρκτό.
img073
Ο ταβερνιάρης αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του τον σκύλο.  Ο σκύλος αγάπησε το ίδιο ακριβώς τον ταβερνιάρη, όσο τίποτε άλλο. Τώρα ο σκύλος είναι γέρος. Είχε καταλάβει από τα πέρσι πως πλησίαζαν οι μέρες του που θα πέθαινε, γιατί ήταν ένας πολύ έξυπνος σκύλος και ήξερε να μετράει τα χρόνια του. Έτσι κατάλαβε πως σύντομα του τελείωναν αυτά που είχε διαθέσιμα.  Σκέφτηκε πολλές μέρες κοιτώντας τη θάλασσα και το αφεντικό του εναλλάξ. Κατέστρωσε σχέδιο και άρχισε τα θέατρα. Ξεκίνησε να  καμώνεται τον άρρωστο, τον κουφό , έκλαιγε στα ψέματα πολλές φορές τη μέρα πως δήθεν πονούσε, γκρίνια να σπαράζει η καρδιά σου…  και το καλύτερο όλων, προσποιήθηκε άριστα πως δεν ελέγχει τις σωματικές του ανάγκες. Αυτό το τελευταίο έπιασε καλύτερα από όλα.
Τόσα τσίσα και κακά στην είσοδο της ταβέρνας, τόσα πολλά, ήταν ντροπή. Για δυο χρόνια, πάμε για τρίτο, εκατό φορές τη μέρα, τσίσα και κακά στην είσοδο της ταβέρνας. Κάθε τρεις και λίγο τα μάζευε και καθάριζε ο ταβερνιάρης. Και μετά πάλι και πάλι. Και μετά πάλι και πάλι και πάλι και ασταμάτητα. Όσο και να καθάριζε όμως, έμενε η μυρωδιά. Οι πελάτες δυσανασχετούσαν, ο ταβερνιάρης κουράζοταν. Είχε αδύναμη κράση. Αλλά ακούραστα, κουρασμένος πάντα, συνέχισε να μαζεύει και να μαζεύει. Θα μάζευε για πάντα τσίσα και κακά αν χρειάζοταν. Θα μπορούσε να ζήσει κάνοντας μόνο αυτό. Να μαζεύει τα τσίσα και κακά του σκύλου του.
img080
Όταν ο σκύλος πέθανε, όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχε προγραμματίσει από πρόπερσι ο ίδιος ο σκύλος,
Ο ταβερνιάρης  κόντεψε να πεθάνει από τη στεναχώρια του, έκλαιγε σαν 8 χρονών παιδί, όσο ταξίδευε μέχρι τον οικογενειακό  τάφο στο χωριό του, για να θάψει το σκυλί με την υπόλοιπη οικογένεια του.  Ήξερε πως κάτι πέθανε και μέσα του. Όλοι όσοι χάνουν αγαπημένο, το παθαίνουν αυτό. Μια λύπη που σου μένει για πάντα και τέτοια.
Όταν τελείωσε η ταφή, κάπνιζε αμίλητος για ώρες, πριν σκεφτεί για πρώτη φορά «τουλάχιστον δεν πονάει άλλο πια, το κλάμα του μου έσκιζε την καρδιά, ησύχασε…» και όλα τα σχετικά. Όταν πήγε στην ταβέρνα την άλλη μέρα, ένιωσε ένα ξαλάφρωμα που δεν είχε να καθαρίσει τσίσα και κακά. Όσο περνούσαν οι ώρες και οι μέρες, τόσο ξεκουραζόταν από την αγγαρεία του σκουπίσματος της εισόδου. Με τις μέρες έφυγε και η άσχημη μυρωδιά που ενοχλούσε τους πελάτες. Μύρισε επιτέλους το αεράκι της θάλασσας. Ντράπηκε που χάρηκε. Τότε κατάλαβε πόσο έξυπνος ήταν ο σκύλος του. Νά, του χάρισε με το φευγιό του από τη ζωή μια χαρά τόσο μεγάλη, από αυτές που σε κάνουν να ντρέπεσαι.

ΥΓ. Εγώ όλο αυτό το διάστημα έτρωγα στην ταβέρνα, μετά τη δουλειά, και έπινα μπύρα ή κρασί τα βράδια.  Μόλις τώρα έδωσα το παραμύθι να το διαβάσει ο ταβερνιάρης, για να τον ρωτήσω άμα με αφήνει να το δώσω να το διαβάσουν κι άλλοι. Όταν γράφεις κάτι για κάποιον, του ανήκει. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή όσο το διάβαζε χαμογελώντας πικρά. Σε ένα δυο σημεία γέλασε και χάρηκα. Όταν το διάβασε όλο, με σκούντηξε και μου είπε: «γράψε κι αυτό, πως θα μου λείψει που μέσα στα μάτια του έβλεπα σινεμά τη ζωή μου, αυτός είχε δει και τα πιο κρυφά φιλιά μου».
Τον ταβερνιάρη δεν ρώτησα πώς τον λένε, ούτε τον σκύλο άκουσα ποτέ να τον φωνάζει με κάποιο όνομα. Από μικρή το θεωρούσα μεγάλη αγένεια να ρωτάω: «Πώς σε λένε;».
Κείμενο & ζωγραφική: Στεφανία Βελδεμίρη