Λευκά μούρα

Λευκά μούρα
Τα απογεύματα της κάθε  Δευτέρας, τα περνάω σε μια αυλή. Η βαριά σιδερένια πράσινη πόρτα της, είναι πάντα λίγο μόνο ανοιχτή. Τόσο λίγο  ανοιχτή, ώστε να μην τολμάς να την σπρώξεις, αν δεν έχεις ξαναμπεί στην αυλή και επίσης τόσο λίγο ανοιχτή που αν συχνάζεις εκεί τις Δευτέρες να είναι κάλεσμα, το μικρό της άνοιγμα. Την σπρώχνω και μπαίνω μέσα, αφήνοντάς την πάλι λίγο ανοιχτή, ώστε να έρθουν μέσα όσοι συχνάζουν στην αυλή τις Δευτέρες.
Κάθομαι στα σκαλάκια κάτω από τη μουριά. Αμέσως όμως σηκώνομαι και αρχίζω να τρώω μούρα, λευκά. Είναι πάνγλυκα. Τρώω και τρώω. Μερικά πέφτουν στο κεφάλι μου. Παρόλο που δεν πεινάω δεν λέω να σταματήσω να κόβω και να τρώω λαίμαργα.
Από μέσα μου, με τρώει λαίμαργα ένα κορίτσι.
Κάθομαι πάλι, σε ένα πεζούλι λίγο παραπέρα αυτή τη φορά. Καπνίζω. Σε λίγο, με πιάνει μια μανία να μαζέψω όλα τα μούρα. Αλλά από το πεζούλι δεν σηκώνομαι. Κάνω προσπάθεια να δώσω ένα όνομα σε ένα άμορφο υλικό, που έχει κάνει κατάληψη στο στέρνο μου. Αδύνατον. Το αφήνω να αλωνίζει εκεί μέσα. Δεν πρόκειται για συναίσθημα. Το αφήνω να με ακινητοποιεί στο πεζούλι και αποφασίζω να το αφήσω ανώνυμο. Σαν απειλητικό μήνυμα για βόμβα κάτω από το στέρνο μου.
Κοιτάζω την πόρτα που ανοίγει. Μπαίνει ένας φίλος. Χαμογελάει, χαμογελάει. Τρώει μερικά μούρα.
-Κάτσε να φέρω σακούλα να μαζέψουμε για μαρμελάδα. Λέει αμέσως.
Το ξέρει πως τα θέλω όλα, από τις 2 προηγούμενες Δευτέρες που όλο μιλάω για τα μούρα και διάφορους τρόπους μαζέματος. Στρώνουμε ένα λευκό παλιό σεντόνι στις πλάκες της αυλής. Μαζεύουμε και μαζεύουμε. Τινάζουμε τα κλαδιά και μαζεύουμε τα μούρα που έπεσαν. Μαζεύουμε και μαζεύουμε. Μιλάμε μόνο για μούρα. Λέμε ότι ιστορία μας έρχεται στο μυαλό για μούρα. Όταν τελειώνουν οι ιστορίες, πόσες ιστορίες με μούρα μπορούν να ξέρουν δυο άνθρωποι; σταματάω να μιλάω. Μαζεύω και μαζεύω. Ο φίλος πιάνει το τραγούδι. Είναι σπουδαίος τραγουδιστής. Που και που, αφήνει το τραγούδι στη μέση και λέει κάτι όπως: “μερικά είναι λιώμα” ή “τα άγουρα μη τα βάζεις στη σακούλα” ή “ας κρατήσουμε μόνο τα κάτασπρα”. Μετά πιάνει άλλο τραγούδι. Δεν συνεχίζει το αρχινισμένο. Πολλά μισοτραγουδισμένα τραγούδια, κρέμονται εδώ κι εκεί στην αυλή.
Μετά φυλάμε τη σακούλα σε μια άκρη, πλένουμε την αυλή, με το λάστιχο και σκούπες πλαστικές. Είναι αστείο. Γελάμε λες και παίζουμε μπουγέλο. Μετά καπνίζουμε. Μιλάμε για συνταγές μαρμελάδας με μούρα. Κάνουμε επανάληψη στο πως τα μαζέψαμε. Κοιτάω πόσο όμορφος είναι ο καρπός αν τον παρατηρήσεις καλά καλά, από κοντά. Μετά τον καταβροχθίζω.
Πως καταβροχθίζεται η ομορφιά;
Λέω κάτι όπως: πω πω για φαντάσου η δουλειά σου να είναι να μαζεύεις μούρα… με ύφος πως έχω βρει την δουλειά των ονείρων μου. Ο φίλος μου λέει: σαν το τραγούδι δεν έχει.
Κάπου σε αυτό το σημείο, νιώθω το στέρνο μου άδειο. Άδειο από το ανώνυμο απειλητικό μήνυμα για βόμβα. Υπέροχα άδειο.
Καμιά φορά, ίσως το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να μαζεύεις μούρα, να μιλάς και να μιλάς μόνο για λευκά μούρα και να ακούς πως εγκαταλείπονται τα μισά τραγούδια στις φρεσκοπλυμένες πλάκες μιας αυλής.

Μετά φτιάχνεις και μαρμελάδα.

Υ.Γ. Η μαρμελάδα παρ’ όλο που έβαλα τα δυνατά μου, έγινε χάλια. Καραμέλωσε η ζάχαρη, μαύρισαν τα λευκά μούρα. Πέτρωσε στα βάζα. Λυπήθηκα πολύ γιατί ήθελα να κάνω δώρο ένα βάζο στον φίλο μου και να ήταν λέει όμορφη ρευστή λευκή μαρμελάδα.