Θεσσ αλο νίκη, η μικρή ιστορία ενός εξώφυλλου

Υπήρχε κάποτε μια πόλη που είχε μέσα της ένα θεςς  (με ένα αόρατο ερωτηματικό), ένα αλό σαν απάντηση στο τηλέφωνο πρωταγωνιστή σε γαλλική ταινία και μια νίκη. Τι να ήθελε; Γιατί αγαπούσε το σινεμά; Τι είχε νικήσει και πότε; Δεν θυμόταν πια. Είχε όμως το τουπέ της νικήτριας και καμάρωνε τόσο, που κάποιοι την έλεγαν μέχρι και ψωροπερήφανη.
Κάθε πρωί έσιαζε τα στολίδια της. Από συνήθεια. Λίγο πιο δεξιά η πράσινη βαρκούλα, στο φουστάνι – θάλασσά  της. Λίγο πιο δω ένα μοβ σύννεφο που ξέμεινε από το χθεσινό ηλιοβασίλεμα. Ένα γρήγορο ξεσκόνισμα στα χαμάμ και τους αγίους της. Ταχτάρισμα στα τείχη της – που της έφερναν ακόμη λίγη τύχη μέσα σε πούλμαν. Δεν ήθελε να θυμάται πως όταν ήταν μικρή, την είχαν αγκαλιά. «Μνήμη θολή»,  έλεγε με κάποια ξιπασιά.
Τόσο κοιτούσε ψηλά που δεν έβλεπε τους λεκέδες από καφέδες στα πλακάκια της. Την βαριεστιμάρα τω κηπουρών που όλο και πιο λίγα δέντρα είχαν να κλαδέψουν. Τον παλμό της καρδιάς της που έτεινε να γίνει μια γκρι ασφαλτογραμμή. Ολόισια, όπως βαρετή. Δεν νοσταλγούσε καν τον Βαρδάρη. Υγρασία μέχρι το κόκαλο…
Ξέχασα να σας πω. Η πόλη, ήταν ερωτευμένη με τον ουρανό. Τόσο πολύ ερωτευμένη που άλλαζε χρώμα στο φουστάνι της κατά το κέφι του. Κι όταν εκείνος δεν την καμάρωνε, το φόρεμα γινόταν καφέ και βρωμούσε. Κι εκείνος την λυπότανε και της έριχνε μια ματιά και κείνη γινόταν πάλι βαθύ μπλε, σαν κοβάλτιο. Μια μέρα όμως ο ουρανός, έτσι όπως την είδε φορτωμένη καφέδες, τζαμαρίες, ενοχλητικές μουσικές, ανθρώπους που κοιτάζονταν στα ρούχα, αμάξια, κακές διαθέσεις και νεύρα, έφυγε. Και άφησε στη θέση του ένα κόκκινο φόντο, σαν ζεστό αίμα. Και πρώτη φορά μια πόλη έμεινε χωρίς καθόλου ουρανό.
Τότε έγινε κάτι μαγικό. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης, χωρίς καμιά εξαίρεση, κοίταξαν ταυτόχρονα το βρωμερό φουστάνι, την άσχημη θάλασσα, το ζεστό κόκκινο. Και τούτο ή το άλλο βάρος που τους πλάκωνε τα στήθη, βγήκε αβίαστα με ένα τεράστιο βαθύ αναστεναγμό. Σαν τον νταλγκά του ασίκη. Κι έτσι όπως όλοι μαζί αναστέναξαν, έφτιαξαν έναν Βαρδάρη τόσο δυνατό, που λύγισε μέχρι και ο πύργος της. Παρασυρμένοι από τον αέρα – νταλγκά, βγήκαν στους δρόμους της πόλης άνθρωποι που στη θέση της καρδιάς τους είχαν: νότες, χρώματα, λέξεις, φιλμ, ραδιόφωνα, θέατρο, λουλούδια, σινεμά, ποιήματα, ιστορίες, γλυπτά, χαμόγελα… Άνθρωποι με θάλασσες ανοιχτές στη θέση του μυαλού τους, άνθρωποι που κοιτάζονταν στα μάτια. Βγήκαν από υπόγεια, ισόγεια, ανώγεια, ορόφους και έτσι όπως με χαρά στροβιλίζονταν στον αέρα της πόλης, είδαν έναν ουρανό να γυρνάει πίσω μετανιωμένος, να γίνεται χαλί στα πόδια της πόλης του, και μια θάλασσα – ρούχο να βάφεται γαλάζια.
Συνεπαρμένοι από το θέαμα, ξεχάστηκαν έξω. Συναντιόντουσαν κάθε λίγο μεταξύ τους, έτσι που άρχισαν να φτιάχνουν και να αφήνουν στους δρόμους, ότι για καιρό είχαν κλεισμένο στην καρδιά τους. Κάπως έτσι ξεκίνησε ένα παραμύθι δίχως τέλος που μιλούσε για την ιστορία μιας αρχής…
ΑΡΧΗ