Δεκαπενταύγουστος, κατόπιν εορτής

Αφιερωμένο στην Μαρία Μ.
Αύγουστος. Δεκαπενταύγουστος για την ακρίβεια.

Είχε σχεδόν αρχίσει να καλοφαίνεται πως οι μέρες γινόταν ολοένα και πιο μικρές.
Δουλεύοντας, πιο πολύ από τις παρομοιώσεις που θα μπορούσαν να περιγράψουν πόσο, είχα χάσει τις μέρες, για ημερομηνίες ούτε λόγος.
Είχα πάλι ξεχάσει τα γενέθλια της Ρούλας και φυσικά ακόμη δεν το είχα πάρει χαμπάρι.
Η Ρούλα θα γελάσει πάλι με την καρδιά της, όταν μιλήσουμε και θα πει: “σιγά το πράμα ρε βλάκα” γελαστά πάντα ή κάτι τέτοιο.
Πως έχασα τις μέρες. το λέω αλήθεια και όχι σαν δικαιολογία, το λέω κυρίως, γιατί αν ήξερα πως ήταν άλλη μια πρώην “επίσημη” αργία που χάθηκε, όσο και να λιγουρευόμουν κάτι, δεν ξεσηκωνόμουν να το αγοράσω.
Και το λέω εγώ, που μισώ τις αργίες, ειδικά όταν είναι χριστιανικά και βολικά κατασκευασμένες.
Αλλά από την άλλη, να, σέβομαι μερικούς ανθρώπους που αλήθεια το αξίζουν να “κάνουν γιορτή”, όπως τους αξίζει αν θέλουν.
Μα είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου παντελώς, περιμένοντας να περάσει ο χρόνος και είχε πάει 8 το βράδυ και πείνασα για ντομάτες.
Μηχανικά πήγα στο κοντινότερο σούπερ μάρκετ, το οποίο ήταν γεμάτο από κόσμο, έβαλα 5-6 ντομάτες σε μια σακούλα και έψαξα με το βλέμμα μου “κάποιον να τις ζυγίσει”.
Περίμενα ήσυχη μέχρι που εμφανίστηκε ένα μικρό κορίτσι, το πολύ 25 χρονών, με την στολή του σούπερ μάρκετ και ένα άθλιο καπελάκι που όμως δεν μπορούσε να κρύψει την φρεσκάδα της, ούτε με σύμμαχο τη κούρασή της και όλη της τη λύπη.
Της χαμογέλασα καθώς της έδωσα το σακουλάκι με τις ντομάτες και όπως πάντα μου συμβαίνει, όταν κάνει κάποιος κάτι για μένα, ακόμη και αν είναι η δουλειά του αυτή- κυρίως τότε, ένιωσα μια τεράστια ενοχή. Ενοχή ακόμη και που υπάρχω.
Για να αισθανθώ λιγότερο άσχημα ρώτησα την κοπέλα: “Τι ώρα σχολάτε;” και συμπλήρωσα: ” Πω πω πολύς κόσμος θα πρέπει να έχετε κουραστεί πολύ…” και ζητούσα συγνώμη με το βλέμμα μου, λέγοντας όλα αυτά, με αυτόν τον πιο χαζό τρόπο του κόσμου, και βρίζοντάς με από μέσα μου, που με έπιασε λιγούρα για ντομάτες βραδιάτικο…
Η μικρή ήταν πλάτη και ζύγιζε, το βλέμμα μου ζητούσε συγνώμη από την πλάτη της. Όταν γύρισε μου απάντησε βουρκωμένη: “Με λένε Μαρία” και μου έδωσε τις ζυγισμένες ντομάτες στο χέρι.
Τότε μόλις κατάλαβα πως ήταν Δεκαπενταύγουστος…
Δεν θα αναλύσω και πόσο βλήμα αισθάνθηκα.
“Χρόνια πολλά” της είπα και έφυγα.
Θα ήθελα βγαίνοντας από το σούπερ μάρκετ να ενωθώ με μια τεράστια διαδήλωση από Μαρίες, Μάριους, Παναγιώτηδες και Παναγιώτες που διαδηλώνουν για να διαμαρτυρηθούν, που η συνονόματή τους, η μικρή κουρασμένη Μαρία, δουλεύει στο σούπερ μάρκετ μέχρι τις 9 το βράδυ και δεν θα κάνει γιορτή.
Όχι δεν ήταν κανένας έξω.
Οι Μαρίες και οι Μάριοι, οι Παναγιώτηδες και οι Παναγιώτες, ήταν διασκορπισμένοι ο καθένας στον φτηνιάρικο τρόπο που είχε διαλέξει να γιορτάσει τον θάνατο της Παναγίας. Λόγω των ημερών σε ταβέρνες οι μικροαστοί και εστιατόρια οι μεγαλοαστοί. Μερικοί στα σπίτια τους, στα εξοχικά τους ή στα εξοχικά των εξοχικών φίλων. Κάποιοι σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και κάποιοι σε ξενοδοχεία.
Έφαγα τις ντομάτες ανόρεχτα και συνέχισα να δουλεύω πιο σκληρά από πριν.
Στην υγεία της Μαρίας.

Ζωγραφιά και λέξεις : Στεφανία Βελδεμίρη