Βίζιτες

 
Για τον Άνυ 
που έχει γενέθλια σήμερα 
 
Μερόνυχτα ατέλειωτα
μ’ έχουν φάει οι δρόμοι.
 
Είχα πάρει την απόφαση
πέρσι τον Αύγουστο,
σαν έμαθα τα μαντάτα
καθώς έπαιζα κουτσό γελώντας
με τον μολυβένιο στρατιώτη-
που πάντα με νικάει.
 
Η Ελευθερία,
ήταν νεκρή.
 
Τότε ήταν που είχα πει: 
“Θα πάω επίσκεψη σε όλους τους θεούς
Δεν πειράζει που δεν υπάρχουν.
Εγώ θα τους βρω”.
 
Έπρεπε να φροντίσω και για τα δώρα.
-δεν πας επίσκεψη σε κοτζάμ θεούς με άδεια χέρια.
 
Για όλους βρήκα κι έφτιαξα καλούδια.
Φαγητά γιατί είναι άντρες.
Έβαλα τα καλά μου,
φουστάνι μπλε και ασορτί γοβάκια
και με τη σειρά άρχισα τις βίζιτες.
Αλφαβητική σειρά
για να μην παρεξηγηθούν.
Άκουσα πως οι ανύπαρκτοι θεοί,
είναι πιο εγωιστές
και απ’ τους ανθρώπους ακόμη.
 
Στου Αλλάχ το παλάτι
-το πιο μεγαλόπρεπο όλων-
χτισμένο με γυάλινες ψηφίδες
στο μπλε του κοβαλτίου
ανάμικτες με λευκές στο τιτάνιο
και ολόχρυσες, μου άνοιξε ο ίδιος.
Ήταν όμορφος, γεροδεμένος και ψηλός σαν άκαμπτο κυπαρίσσι,
με κατάμαυρα μάτια, σκέτη αφέγγαρη νύχτα.
Πολύ σοβαρός μα καταδεχτικός.
 
“Δεν θα κάτσω πολύ”, του είπα.
“Έχω δρόμο μπροστά και ήδη πονούν τα πόδια μου”.
Άπλωσε τα χέρια με κατανόηση.
Πήρε την προσφορά μου.
Του πήγα το πιο ζουμερό χάμπουργκερ
και σουφλέ σοκολάτας.
Είχα ακούσει πως από κάποια παρεξήγηση,
είχε διαδοθεί πως τρώει μόνο ρύζι.
Μα αυτός το είχε μπουχτίσει.
Έφαγε και καλοέφαγε.
“Αυτό που θες θα γίνει.”
Μου είπε.
“Χαιρετισμούς στους άλλους και ορίστε
να τους τρατάρω τσιπουράκι.
Πάρε και το λευκό μου άτι ,
να μην κουράζεσαι.”
 
Μετά στου Βούδα πήγα.
Ο ίδιος μου άνοιξε.
Γελαστός έφαγε όλο λαχτάρα
το φαγητό που μόνη μου του καλοέφτιαξα.
Μοσχάρι λεμονάτο- φαγητό σε λίγους γνωστό
με κολοκύθια κομμένα σε σχήμα πυραμίδας,
τηγανισμένα σε λάδι ελιάς
και ψωμί φτιαχτό στην ορεινή Νότια Πελοπόννησο,
την δύσβατη,
από τον φούρνο τον πιο διάσημο για την τραγανή του κόρα.
Όλη την κατσαρόλα έφαγε κι όλο βουτούσε τα ψωμιά στο ζουμί.
Γελούσε σαν μου είπε χορτάτος:
“Αυτό που θες θα γίνει.
Πάρε και δυο μέτρα μετάξι, κιννάβαρι στο χρώμα,
το άλογό σου να σκεπάζεις τις νύχτες
μην κρυώνει.”
 
Τέλος και κάπως πολύ κουρασμένη,
στου Χριστού το καλύβι μπήκα.
Ήταν η πόρτα ανοιχτή και
αναβόσβηνε από μέσα ένα αχνό μπλε φως.
 
Σαν όλους τους φτωχούς
τηλεόραση έβλεπε.
Μου είπε: “Κάτσε, κωμωδία έχει,
τα πάθη μου δείχνει”, και γέλασε καλοκάγαθα.
Του έδωσα τα δώρα του.
Παγωμένη μπύρα και πατατάκια.
Είδα μαζί του την ταινία
και γελάσαμε παρέα.
“Αυτό που θες θα γίνει, μου είπε:
Πάρε και λίγο κόκκινο κρασί
και να με θυμάσαι όταν μεθάς, καλά;”
 
Ανέβηκα στο λευκό μου Άτι και τυλίχτηκα το μετάξι έτσι που να σκεπάζει και τα καπούλια του αλόγου. Ήπια το κόκκινο κρασί και λίγο μέθυσα.
 
Από όλους το ίδιο ζήτησα,
– με αντάλλαγμα να με τρώνε οι εχθροί τους –
αντί να βρίσουν τους θεούς,
έστω και για μεζέ…
 
Ζήτησα, κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας
στα πιο καλύτερα τα σύννεφα να παίζει η νεκρή, κατάλευκη Ελευθερία.
Να παίζει παιδικά παιχνίδια με τους ήρωες μου,
που πέθαναν για δαύτη…
 
Στα πιο απαλά, τα πιο όμορφα, τα πιο χρωματιστά τα σύννεφα.
Αφού οι τρεις τους τα καμώνουν.
 
Ήρωες και ηρωίδες να την κανακεύουν.
 
Τα μίλησαν οι τρεις τους, σε ένα τσίπουρο και μοίρασαν την έννοια της.
Το πρωί ο Αλλάχ την φροντίζει,
το μεσημέρι ο Βούδας και ο Χριστός τις νύχτες που δεν μπορεί μάτι να κλείσει.
 
Ζωγραφιά και λέξεις: Στεφανία Βελδεμίρη